50o Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Τελετή έναρξης
ΕΝΑΡΞΗ ΜΕ ΚΟΥΖΙΝΑ ΨΥΧΩΝ
Την Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009 έκανε έναρξη το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στον κινηματογράφο Ολύμπιον. Το κομμάτι της πλατείας Αριστοτέλους, μεταξύ Τσιμισκή και Μητροπόλεως, ήταν κατειλημμένο από αυτοκίνητα, μηχανάκια και τα βαν των τηλεοράσεων. Η είσοδος προσδιοριζόταν από δύο σειρές από γλάστρες, ενώ σεκιουριτάδες φύλαγαν για να μην μπούν όσοι δεν ήταν καλεσμένοι. Ο υπουργός Πολιτισμού και η διεύθυνση του Φεστιβάλ, σε λίγο, κατά τις 8.30 μ.μ., θα έδιναν το σήμα της εκκίνησης, του αγώνα δρόμου για να προλάβουμε να δούμε όσο το δυνατό πιο πολλές και πιο καλές ταινίες.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Γιατί, πράγματι, θέλουμε να βλέπουμε κινηματογράφο, στην εποχή μας; Αυτό το ερώτημα: «Why cinema now?» έχει τεθεί σαν προμετωπίδα σε αυτή τη διοργάνωση. Από την πρώτη στιγμή, η ιστορία παρέλασε μπροστά μας: οι αφίσες από την 1η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου μέχρι την 50η διοργάνωση του Φεστιβάλ, φέτος, μας δείχνουν μια πορεία του Φεστιβάλ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια διαχρονική αναφορά που μας θύμιζε από πού ξεκίνησε και πως έφτασε στο σήμερα αυτό που λέμε Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Η τελετή ξεκίνησε πολύ απλά και τέλειωσε με έναν πολύ απλό τρόπο, χωρίς φανφάρες και παράτες, οι τυμπανοκρουσίες έδωσαν τη θέση τους στη διάθεση για μια πνευματική αναζήτηση, προϊόν της οποίας θα είναι η απάντηση στο ερώτημα γιατί θέλουμε τον κινηματογράφο σήμερα. Ο Άγγελος Φραντζής σκηνοθέτησε την τελετή λήξης. Το ξεκίνημά της οριοθετήθηκε από την προβολή μιας ολιγόλεπτης τρισδιάστατης ταινίας, αποσπάσματα από ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου ήταν το περιεχόμενο, η νέα τεχνολογία ήταν ο καμβάς όπου αυτό καθόταν, για να μας υπενθυμίσει το πάντρεμα του παλιού κινηματογράφου με τη νέα τεχνολογία. Μήπως ο κινηματογράφος τώρα αλλάζει μορφή; Μήπως η νέα τεχνολογία επιβάλλει την αισθητική της; Τα πρώτα ερωτήματα σε αυτή την έρευνα που θα συνεχιστεί μέχρι τις 22 Νοεμβρίου 2009, ελπίζουμε τότε να έχουμε βγάλει ένα κάποιο συμπέρασμα.
Η ΤΕΛΕΤΗ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΕΙΔΑΜΕ
Όταν τα φώτα άναψαν και φώτισαν τη σκηνή, ο Χρήστος Λούλης, ηθοποιός του κινηματογράφου, του θεάτρου και της τηλεόρασης, πήρε τη σκυτάλη για να παρουσιάσει την τελετή έναρξης. Θα πρέπει να πούμε ότι ο καλός ηθοποιός θα πρέπει να έχει πολύ λίγη επαφή με την πραγματικότητα, έτσι όπως παρουσιάζεται στις μέρες μας, αφού μπέρδεψε ιδιότητες των επισήμων (η υφυπουργός Θοδώρα Τζάκρη έγινε γενική γραμματέας), σιγουρεύτηκε για την ιδιότητα του Παύλου Γερουλάνου, μπέρδευε μερικές φορές τα λόγια του, γενικά η εντύπωση που έδωσε δεν ήταν η πιο καλή, τέλος πάντων, αυτή που ταιριάζει σε έναν ταλαντούχο και καλό ηθοποιό. Μήπως ήταν αδιάβαστος; Πραγματικά δεν ξέρουμε.
Ένα πρώτο δείγμα για την εν λόγω έρευνα, όπως αναφέραμε πιο πάνω, έδωσε η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ, η Δέσποινα Μουζάκη, λέγοντας ότι «ο κινηματογράφος είναι ένα αληθινό εργαλείο εξερεύνησης του κόσμου, γνωριμίας με το άλλο. Σε μέρες δύσκολες, σε εποχές κρίσης, ο κινηματογράφος είναι η απάντηση. Ο κινηματογράφος αποτελεί συνιστώσα της πολιτιστικής μας ταυτότητας. Μιας ταυτότητας που εδώ και 50 χρόνια κυοφορείται γόνιμα στο Φεστιβάλ, όπου δημιουργοί και κοινό δίνουν ανάσα σε εικόνες, ήχους, μύθους.».
Μετά από ένα σύντομο χαιρετισμό του Προέδρου του Φεστιβάλ, του Γιώργου Χωραφά, και του Δημάρχου της Θεσσαλονίκης, του Βασίλη Παπαγεωργόπουλου, που δεν είχαν κάτι το ουσιαστικό να μας πουν, ακολούθησε ο υπουργός Πολιτισμού, ο Παύλος Γερουλάνος, που ήρθε αρκετά προετοιμασμένος, προφανώς μετά τις αλλεπάλληλες συναντήσεις που είχε με τους κινηματογραφιστές και εδικά με τους Σκηνοθέτες στην Ομίχλη, οι αντιδράσεις των οποίων ήταν το θέμα των αντιπαραθέσεων και των συζητήσεων, τις τελευταίες μέρες.
Αφού αναφέρθηκε στο ότι εκκρεμεί η ψήφιση ενός νόμου για τον κινηματογράφο, μετά από το νόμο της Μελίνας Μερκούρη, αφού αναφέρθηκε στη σημαντική πορεία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, εστίασε την προσοχή του σε δύο θέματα: κατ’αρχήν στο ότι ο κινηματογράφος, σαν τέχνη, αρχίζει ξανά να αμφισβητεί, κατά δεύτερο λόγο ότι πλέον ανοίγει ένας νέος κύκλος για τα ελληνικά κινηματογραφικά δρώμενα. Τόνισε ότι ο κινηματογράφος, αποδεχόμενος το φίμωτρο της κρατικής χρηματοδότησης, έπαψε να αμφισβητεί την εξουσία και να διαμαρτύρεται. Ο υπουργός, αν και βιάζεται, «όσο κανένας άλλος», όπως είπε, να υπογράψει το πρώτο ολοκληρωμένο νομοσχέδιο, μετά από αυτό της Μελίνας, διστάζει να υπογράψει κάποιο που «αφήνει την τέχνη εξαρτημένη αποκλειστικά από την κρατική χρηματοδότηση, που δημιουργεί μονοπωλιακές πηγές χρηματοδότησης, που δεν εξασφαλίζει τον πλουραλισμό στα βραβεία που δίνει το Κράτος.
Ιδού λοιπόν που η κουβέντα για το νομοσχέδιο ξεκινά από την αρχή. Από τα χείλη του υπουργού αναφέρθηκε ότι «θα ετοιμάσουμε άμεσα ένα νομοσχέδιο και μετά θα το αναρτήσουμε στο διαδίκτυο, έτσι ώστε ο καθένας με την υπογραφή του θα μπορεί να διατυπώσει την άποψή του. Τέρμα πια οι διαπραγματεύσεις πίσω από κλειστές πόρτες.». Δεν μπορεί κανείς να μη δεχτεί θετικά αυτή τη θέση, θα ήταν παράλογο. Αποδεχόμενοι την άμεση δημοκρατία του διαδικτύου, αλλά και τον εύκολο τρόπο παραποίησης της ροής των σκέψεων και των απόψεων, ακόμα και το χαβαλέ που μπορεί να δημιουργηθεί, μέσα σε όλο αυτό τον ωκεανό απόψεων, σοβαρών, αστείων και γελοίων, θα πρέπει να επιλεγούν αυτές οι γνώμες από πολίτες και από Σωματεία, να αξιολογηθούν οι πλέον σοβαρές και να μπορέσουμε να βγάλουμε μια κοινή συνιστώσα. Αυτή θα είναι το θεμέλιο για το νέο νόμο, ο οποίος θα βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας και της αγοράς. Τότε μόνο θα έχουμε ένα νόμο που, προτείνουμε, να βλέπει μπροστά, τουλάχιστον 20 χρόνια από την εποχή μας, βάζοντας και τις νέες τεχνολογίες στη προβληματική του.
Η ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΕΝΑΡΞΗΣ
Η τελετή έναρξης έκλεισε με την τελευταία ταινία του Fatih Akin, «Soul Kitchen», 2009, γερμανική παραγωγή. Ο Τούρκος σκηνοθέτης που σπούδασε στη Γερμανία μας έχει συνηθίσει μέχρι τώρα σε ταινίες κοινωνικού ενδιαφέροντος, όπου η τραγική νότα είναι κυρίαρχη. Τα κοινωνικά προβλήματα αναφέρονται με ιδιαίτερο τρόπο, όπως στις ταινίες του «Head on» και «The edge of heaven», ενώ στην ταινία «The sound of Istanbul», το μοναδικό ντοκιμαντέρ του, είχε εστιάσει στις διαφορετικές μουσικές που ακούγονται στην Κωνσταντινούπολη. Σε αυτή την ταινία, «Soul Kitchen», έχουμε μια πολύ μεγάλη στροφή: κάνει για πρώτη φορά μια κωμωδία, όπου, βέβαια, κυριαρχεί η μουσική.
Η ταινία είναι γυρισμένη εξολοκλήρου στο Αμβούργο. Έχει πρωταγωνιστή έναν Έλληνα, τον Αδάμ Μπουσδούκο, που παίζει εδώ το Ζήνο, έναν Έλληνα που διατηρεί ένα εστιατόριο, δεύτερης κατηγορίας, δέχεται την επίσκεψη του αδελφού του, που μόλις έχει αποφυλακιστεί με περιορισμό, και ενός παλιού φίλου του, που θα προσπαθήσει, με αθέμιτους και θεμιτούς τρόπους, να πάρει το εστιατόριο κοψοχρονιά για να κτίσει κάποιο οικοδόμημα. Θα χάσει την κοπέλα του, θα αρρωστήσει, ο αδελφός του θα χάσει στα χαρτιά το εστιατόριο που μόλις του έχει αναθέσει ο Ζήνος, τελικά θα βρει μια άλλη κοπέλα και θα πάρει, την τελευταία στιγμή το εστιατόριό του πίσω.
Μια ταινία με ευτυχισμένο τέλος. Η μουσική ουσιαστική πρωταγωνιστεί, οι χαρακτήρες είναι πολύ αδύναμοι λόγω της αδυναμίας του σεναρίου να δομήσει γερούς συνδετικούς ιστούς ανάμεσά τους, οι οποίοι θα έδεναν την ιστορία και θα μπορούσαν να κάνουν κριτική στη γερμανική κοινωνία. Τώρα αυτή η κριτική είναι πολύ απαλή, σχεδόν αδιόρατη, η ταινία χάνει σε αφηγηματική δύναμη, έχει όμως εξαιρετικά γρήγορο ρυθμό, τον οποίο δίνει και η πολύ καλή μουσική, δηλαδή μια σύγχρονη γραφή, δε δυσαρεστεί το θεατή, δεν του δίνει όμως κάτι που αυτός θα κρατήσει για το μετά τη θέαση χρονικό διάστημα. Μια αδύναμη δουλειά ενός πολύ σημαντικού Ευρωπαίου σκηνοθέτη, από τον οποίο περιμένουμε πολλά. Εξάλλου, στο πάρτι που ακολούθησε στο λιμάνι, στην Αποθήκη Γ, μετά από τη συναυλία των Locomotivo, ο Fatih Akin έκανε τον ντισκτζέι, διασκεδάζοντας το κοινό του.
50ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ