50o Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Εικαστικές δημιουργίες
Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπως και σε όλα τα μεγάλα Φεστιβάλ, μπορούμε να δούμε διαφορετικών ειδών ταινίες και να αποκρυσταλλώσουμε μια άποψη για την παγκόσμια κινηματογραφία. Αυτό είναι που μας αρέσει σε αυτό το Φεστιβάλ και το επισκεπτόμαστε κάθε χρόνο, και αυτή είναι ουσιαστικά η λειτουργία του. Έτσι, από τις πρώτες μέρες κιόλας είδαμε διαφορετικές δουλειές και φύγαμε από τις αίθουσες με ανάμιχτα συναισθήματα. Αυτά που θα προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε εδώ.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΜΑΝΙΣΜΟ
ΣΤΗΝ ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
Μια ταινία που ακολουθεί τη μεγάλη σχολή του κινηματογράφου της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, συγκεκριμένα της Ουγγαρίας, διατηρώντας πιστά τις νόρμες του ουμανιστικού παραστατικού χώρου, δεν μπορεί να μας αφήσει αδιάφορους. Η ταινία του Viktor Oszkar Nagy (κατά το ήμισυ το όνομα ενός αγαπημένου Ούγγρου καλλιτέχνη της Μπαουχάουζ), «Το χωράφι του πατέρα» («Father’s acre») έχει αυτό ακριβώς το θέμα που βασανίζει πλέον όλο το δυτικό κόσμο: το χάσμα των γενεών και την αλλοτρίωση του ανθρώπου στη δυτική κοινωνία. Ο πατέρας έχει αποφυλακιστεί και ο γιος δεν το δέχεται. Θεωρεί ότι είναι ένα καθίκι και ακολουθεί το δικό του δρόμο που περνά μέσα από την αλλοτρίωση, την απομάκρυνση από τη φύση, την αλητεία. Αναγκάζεται όμως να συνεργαστεί με τον πατέρα του στην καλλιέργεια ενός χωραφιού που αυτός έχει αγοράσει, αμέσως μετά από την αποφυλάκισή του.
Μέσα από αυτή τη συνεργασία θα βγουν όλες οι κόντρες, οι αντιφάσεις και οι ιδιαιτερότητες που θα διαμορφώσουν, σε πρώτο στάδιο, το χαρακτήρα του έφηβου. Αυτός θα κτυπήσει την πόρτα της παρανομίας και το εύκολο κέρδος θα το γοητεύσει, για να αρχίσει να το «παίζει» μάγκας. Θα προσγειωθεί με την πρώτη επαφή με τον κόσμο της παρανομίας και, πολύ περισσότερο, όταν ο πατέρας του θα αρρωστήσει για να μπει στο νοσοκομείο με έμφραγμα. Ο σκηνοθέτης, στην πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, έχοντας δοκιμαστεί σε τρεις ταινίες μικρού μήκους ήδη, θα μας ξαφνιάσει με τους πολύ μεστούς διαλόγους του, την υπομονή του στο μοντάζ, τον αργό ρυθμό εκεί που χρειάζεται για να δομήσει τους χαρακτήρες του, το πολύ γρήγορο εκεί που πρέπει να αρθρώσει το λόγο του και να συνδέσει τα πλάνα του, με κινηματογραφικό τρόπο. Θα έλεγε κανείς ότι έχουμε μια ταινία που βγαίνει από τον παλιό ουγγρικό κινηματογράφο, έχοντας όμως ένα θέμα σύγχρονο και επίκαιρο, για ένα μεγάλο μέρος του κοινού, άρα ακουμπάει ένα πολύ μεγάλο μέρος του παγκόσμιου κινηματογραφόφιλου κοινού.
Στην ταινία του Khavn de la Cruz, «Άλογο με φίμωτρο ενός μηχανικού που αναζητά μηχανικές σέλες» («The muzzled horse of an engineer in search of mechanical saddles»), έχουμε ένα σχεδόν πειραματικό σχέδιο, το οποίο ξεφεύγει προς το εικαστικό, μην ακουμπώντας ακριβώς το καθαρά πειραματικό χώρο. Το μοντάζ του είναι εξαιρετικά αργό, αφήνει χρόνο στο θεατή να διαβάσει το κινηματογραφικό κείμενο, να ανακαλύψει τα σύμβολα και να συνδυάσει τους χαρακτήρες με την αφήγηση. Η ταινία χωρίζεται σε τρία μέρη: στο ταξίδι αυτογνωσίας του απολυμένου μηχανικού, στην επαφή του με το άλογο και στην ανακάλυψη της βίας που έρχεται από τη σχάση της φύσης και του ανθρώπου.
Παρακολουθούμε τη βιωματική πορεία του μηχανικού, ο οποίος μόλις έχει απολυθεί από τη δουλειά του, να βρει το άλογο, το ζώο που λατρεύει. Η μουσική που ακούμε και οι σκέψεις του είναι σε αντίστιξη. Μερικές φορές το τραγούδι σταματά και αντί για στίχους έχουμε τις σκέψεις του μηχανικού, αυτό που δε λέγεται από κανένα. Όταν, τελικά, βρει ένα άλογο που σέρνει ένα αμαξάκι, θα έρθει, σιγά-σιγά, σε μια επαφή με τη φύση για να βρει την ισορροπία του. Εδώ έχουμε πάλι το ίδιο μοτίβο, τη μουσική που λειτουργεί σα σύνδεση για να «ακούσουμε» την άφατη επικοινωνία ανθρώπου και αλόγου, η οποία είναι μόνο σε υπότιτλους. Στο τρίτο μέρος, όταν θα πάρει μια πόρνη και θα εξοικειωθεί μαζί της, εκεί θα διαπιστώσουμε τη σχάση ανθρώπου και φύσης, όταν αυτή δε θα θέλει την επαφή μαζί του. Τότε θα έρθει ο βιασμός και ο φόνος, αφού ο άνθρωπος πλέον λειτουργεί σαν ένα αναπόσπαστο μέρος της φύσης, ουσιαστικά η ίδια η φύση εκδικείται και όχι αυτός.
Σε αυτό το τρίτο μέρος έχουμε τη μεταμόρφωση του ανθρώπου σε άλογο. Είναι ένας μυθικός δαίμονας στις Φιλιππίνες, εδώ όμως ο άνθρωπος-άλογο μπαίνει μέσα στην κοινωνία, μέσα στην πόλη, κανείς δεν του δίνει ιδιαίτερη σημασία, σα να είναι αόρατος, σημασιοδοτεί τη βία στην φιλιππινέζικη κοινωνία. Η ταινία είναι γεμάτη από σύμβολα, η επανάληψη μας βοηθά να τα κατανοήσουμε, να τα βάλουμε τελικά στο λόγο, να διαμορφώσουμε ένα κινηματογραφικό ιδίωμα. Μια ταινία που αξίζει τον κόπο να τη μελετήσουμε.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ
Ας μιλήσουμε και για μιούζικαλ. Σε δύο διαφορετικές, αλλά αξιόλογες περιπτώσεις. Η πρώτη είναι η ταινία του Damien Chazelle, Αμερικάνου με καταγωγή και από τη Γαλλία, η πρώτη του ταινία «Ο Γκάι και η Μαντελάιν στο πάρκο» («Guy and Madeline on a park bench») είναι ένα μιούζικαλ που μιλά για τη σχέση ενός άντρα και μιας γυναίκας, για τις αμφιβολίες που δημιουργούνται, τη γοητεία που εξασκεί πάνω σε αυτόν μια «απρόσωπη» γυναίκα, τελικά το δέσιμό του με αυτή τη δεύτερη γυναίκα, αλλά και τις αμφιβολίες του αν έχει κάνει λάθος, αν χώρισε από την Μαντελάιν χωρίς κανένα λόγο. Ο σκηνοθέτης δεν καταφέρνει να δομήσει με ακρίβεια το λόγο του. Η μουσική δεν αναπτύσσει το λόγο που δε λέγεται ή που είναι εξομολογητικός, αλλά και αυτό το λόγο που θα μπορούσε να είχε ειπωθεί στο σενάριο, με μη μουσικό τρόπο. Τα σεναριακά λάθη, οι αφέλειες και η άστοχη χρήση της μουσικής και του λόγου, κάνουν την ταινία αρκετά αδύναμη, πολύ περισσότερο ο δεύτερος άντρας, ένας Γάλλος, που μπαίνει στη ζωή της Μαντελάιν, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας Αμερικάνος, δεν υπήρχε κάποια αφηγηματική ανάγκη να είναι ξένος.
Αντίθετα, η Valerie Donzelli, με την ταινία της «Ντάμα κούπα» («La reine des pommes»), κάνει λελογισμένη χρήση της μουσικής. Η σκηνοθέτης, η οποία κρατά τον κύριο πρωταγωνιστικό ρόλο, και μάλιστα επαξίως, έχει γράψει τα τρία από τα τραγούδια που ακούγονται στην ταινία, το τέταρτο, αυτό στους τίτλους, το τραγουδά η Λίο, η διάσημη Γαλλίδα τραγουδίστρια. Εδώ έχουμε μια ερωτική απογοήτευση της Αντέλ, η οποία θα βρει καταφύγιο σε μια ξαδέλφη της. Θα γνωρίσει διαφορετικούς άντρες, στην προσπάθειά της να βρει τον έρωτά της και να ξεπεράσει την ερωτική της απογοήτευση.
Θα βρει όμως έναν εραστή, ο οποίος αρέσκεται στο να παίζει τον ηδονοβλεψία. Σε μια ερωτική σκηνή θα πάθει σοκ όταν θα ανακαλύψει το ερωτικό τρίο, αυτή, έναν άντρα που την πολιορκούσε και τον εραστή της, η γυναίκα του δεύτερου άντρα. Θα χάσει κάθε επαφή με τον κόσμο για τρεις μέρες. Όταν θα ξυπνήσει, στο δωμάτιο του νοσοκομείου, εκεί θα ανακαλύψει το τι έχει χάσει και τι έχει κάνει. Θα ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη, όπου θα βρει μια γυναίκα, η οποία της είχε κάνει εντύπωση για τον οξύθυμο χαρακτήρα της, στη Γαλλία, αλλά και έναν άλλο άντρα, μεταξύ του οποίου είχε αναπτυχθεί ένα μικρό ειδύλλιο, έρωτας σε λανθάνουσα μορφή.
Η σκηνοθέτης, όπως μας είπε, στη συνέντευξη που της κάναμε, κάνει ταινίες ξεκινώντας από έναν τόπο. Σε αυτή την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, συνολικά δεύτερη στη φιλμογραφία της, ξεκινά από τη Νέα Υόρκη, βάζει τη μουσική και τα τραγούδια να λένε τις ενδόμυχες σκέψεις, να αναπτύσσουν έναν εσωτερικό διάλογο. Η ταινία ήταν μια δροσερή αφήγηση από μια νεαρή σκηνοθέτιδα και ηθοποιό, την οποία δεχτήκαμε με πολύ ευχαρίστηση.
Γιάννης Φραγκούλης
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΕΣ