|
|
|
|
ΕΝΑΣ ΤΣΙΩΛΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ
|
ΠΙΣΩ
|
50o Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Ενας Τσιώλης από τα παλιά
Θα συνεχίσουμε την περιήγησή μας στο φιλμικό κόσμο του 50ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με ελληνικές και ξένες ταινίες που είδαμε και τράβηξαν την προσοχή μας, για το δικό τους λόγο, η κάθε μια
Θα ξεκινήσουμε με μια αμερικάνικη ταινία, «St. Nick», του David Lowery. Είναι η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, μετά από τέσσερις ταινίες μικρού μήκους. Σε αυτή την ταινία έχουμε δύο μικρά παιδιά, έντεκα και οχτώ χρονών, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι, αντίστοιχα, που το σκάνε από το σπίτι τους, για λόγους αδιευκρίνιστους. Η κάμερα παρακολουθεί το οδοιπορικό τους, την περιπέτεια που ζουν και τις προσπάθειές τους να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον, το λιγότερο, αδιάφορο. Οι δύο μικροί πρωταγωνιστές παίζουν πολύ πειστικά το ρόλο τους, τα καταφέρνουν να φτιάξουν ένα σπιτικό, σε ένα σχεδόν εγκαταλελειμμένο σπίτι. Από εκεί, ο ιδιοκτήτης, όταν επιστρέψει, θα τους διώξει. Θα βρουν καταφύγιο σε μια παράγκα μέχρι να ανακαλυφθούν και να τους οδηγήσουν στο σπίτι τους.
Είναι καταπληκτικό το συναίσθημα που βγάζει η ταινία. Με μικρές δράσεις οι ηθοποιοί περιγράφουν ένα ανθρώπινο δράμα. Η αμερικάνικη κοινωνία ξεδιπλώνει στην κάμερα το πλέον απρόσωπο χαρακτήρα της, την αδιαφορία, με την οποία αντιμετωπίζεται η μικρή παιδική ψυχή. Δε μας ενδιαφέρει ο λόγος που αυτά τα παιδιά έφυγαν, μας ενδιαφέρουν πολύ οι συμπεριφορές των ενηλίκων, άρα οι δεσμοί μεταξύ των μελών της σύγχρονής μας αμερικάνικης κοινωνίας. Ο σκηνοθέτης το καταφέρνει μια χαρά. Τέλος, δείχνει πολύ διακριτικά την ίδια αδιαφορία και αλλοτρίωση στην οικογενειακή εστία, δείχνοντάς μας ότι τα αίτια της φυγής είναι σίγουρα αυτή η απουσία της στοργής, η θέληση του μικρού παιδιού να ψάξει να βρει ένα άλλο περιβάλλον πιο ζεστό, πιο ανθρώπινο, πιθανόν μέσα στη φύση, μέσα στο δάσος. Πολύ όμορφη ταινία, πολύ ανθρώπινη, αυτό το θείο και ανθρώπινο δράμα πονά και σημαδεύει την ψυχή μας.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΩΝΤΑΣ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ
Είχαμε καιρό να δούμε μια ταινία που βγήκε από τα χέρια του Σταύρου Τσιώλη. Στην ταινία «Καντίνα» έχουμε στη σκηνοθεσία το Σταύρο Καπλανίδη και στο σενάριο το Σταύρο Τσιώλη. Οι πληροφορίες μου λένε ότι ο Τσιώλης ήταν να κάνει και τη σκηνοθεσία, αλλά άφησε στη θέση του το παλιό του φίλο, τον Καπλανίδη. Αυτός ο τελευταίος δοκιμάζει για πρώτη φορά τις δυνάμεις του στην ταινία μυθοπλασίας, μετά από επτά ταινίες τεκμηρίωσης που έχει γυρίσει. Και οι δύο δημιουργοί έχουν θητεύσει στη μεγάλη σχολή του Σταύρου Τορνέ, έχουν συνεργαστεί με το Χρήστο Βακαλόπουλο, άρα έχουν εντρυφήσει αρκετά στο πνευματικό στοιχείο και στην απόδοσή του μέσα σε έναν κόσμο όπου επικρατεί το πραγματικό.
Η ταινία δεν έχει πολλά στοιχεία που να θυμίζουν την ταινία τεκμηρίωσης, τα αποστασιοποιημένα πλάνα, τις περιγραφές που θα έκανε ένας «αντικειμενικός» και εξωαφηγηματικός αφηγητής. Η αφήγηση μπαίνει από τη πρώτη στιγμή μέσα στο θέμα. Εδώ έχουμε μια καντίνα, στη μέση του πουθενά, κάπου ανάμεσα στο Λουτράκι και την Αθήνα, όπως ανακαλύπτει κανένας από τα συμφραζόμενα. Το ζητούμενο δεν είναι ο γεωγραφικός προσδιορισμός, αφού αυτός θα έδινε ένα επιπλέον στοιχείο που θα σημασιοδοτούσε διαφορετικά, θα έδινε επιπλέον στοιχεία που θα προσδιόριζαν συμπεριφορές, κυρίως σε τοπικό επίπεδο, δε θα άφηναν ένα μεγάλο παράθυρο προς το γενικό, δηλαδή θα «έκλειναν» την καντίνα σε έναν πολύ μικρό χώρο και δε θα την άφηναν να είναι ένα στοιχείο πανελληνικό, τελικά πανανθρώπινο.
Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης παίζει ένα ρόλο, του ιδιοκτήτη της καντίνας, που βρίσκεται ανάμεσα στον καραγκιόζη και στο Βέγγου, άρα μέσα στην καταπίεση, τη θέληση να δεχτεί τον κόσμο όπως είναι, την καλοσύνη, την αγάπη προς το συνάνθρωπο, αλλά και την αναζήτηση της αγάπης και της τρυφεράδας. Δεν πείθουν οι κινήσεις του, όσο θα έπειθαν αυτές του πατέρα του, του Ηλία Λογοθέτη. Αντίθετα ο Ερρίκος Λίτσης πείθει στο ρόλο του συνεταίρου που είναι βοηθός, αγαπά το φίλο του, αλλά πρέπει να είναι αποστασιοποιημένος, αφού δεν είναι παρά ένας υπάλληλος. Οι ατάκες είναι πολύ καλές. Οι μικρές ιστορίες φαινομενικά δε δένουν μεταξύ τους, όμως αφήνουν αιχμές που εύκολα ο θεατής μπορεί να τις συνδέσει με τις εμπειρίες του από την ελληνική κοινωνία.
Γίνεται μια πολύ καλή περιγραφή της σύγχρονής μας ελληνικής κοινωνίας, βασιζόμενη σε ένα καμβά φουτουριστικό, αλληγορικό και συμβολικό. Αυτές οι φιγούρες-σύμβολα είναι τόσο στο χώρο του φαντασιακού όσο και του πραγματικού. Κατά συνέπεια, μπορούν να πάρουν μια οποιαδήποτε μορφή, σε αυτή την απόδοσή τους ξεπερνούν τα όρια της ελληνικής κοινωνίας και βρίσκουν αυτά τα πάθη που τυραννούν τους ανθρώπους και σε άλλες κοινωνίες, φέρνοντάς μας στο νου κωμωδίες, πικρόχολες, από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και την Ιταλία, αλλά και τους πολιτικούς υπαινιγμούς των Άγγλων Ken Loach και Mike Leigh. Είναι λοιπόν περίεργο που η Διεθνής Ομοσπονδία Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) δεν επέλεξε αυτή την ταινία να βραβεύσει, αλλά το «Διαχειριστή», του Περικλή Χούρσογλου, από το ελληνικό τμήμα, η οποία ήταν σαφώς κατώτερη. Τέλος πάντων, το κλιμάκιο των συναδέλφων δεν μπόρεσε να κάνει αυτές τις αναγωγές ή δεν είδε προσεχτικά αυτή την ταινία.
Η ΦΥΓΗ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΗΠΑ
Στην ταινία «Norteado», του Rigoberto Perezcano, συμπαραγωγή Μεξικού και Ισπανίας, έχουμε ακόμα μια φορά το πολύ σοβαρό θέμα της μετανάστευσης, παράνομης, από το Μεξικό προς τις ΗΠΑ. Στην περίπτωση αυτής της ταινίας, όλη η δράση είναι ακριβώς στα σύνορα των δύο χωρών. Ξεκινά με την προσπάθεια κάποιων «λαθρομεταναστών» να μπουν στις ΗΠΑ. Τους πιάνουν και αναγκάζονται να επιστρέψουν πίσω, στο Μεξικό.
Η ταινία ηθογραφεί, με κεντρικούς χαρακτήρες το μετανάστη, έναν επιχειρηματία και μια ιδιοκτήτρια που θα απασχολήσει τον Αντρές, το μετανάστη, στη δουλειά της. Ένας έρωτας διαφαίνεται, αλλά είναι σε λανθάνοντα βαθμό. Ο σκηνοθέτης κάνει μια πολύ προσεχτική ανάλυση και παίρνει αυτούς τους τρεις χαρακτήρες σαν ένα παράδειγμα της μεξικάνικης κοινωνίας, ειδικά αυτής που αναπτύσσεται στο μεταίχμιο των δύο χωρών: είναι εδώ και εκεί.
Πολύ γλυκιά ταινία, πολιτικολογεί πολύ προσεχτικά, όχι γιατί δεν το θέλει, αλλά γιατί δε θέλει να λειτουργήσει πολιτικά με άμεσο τρόπο. Ο σκηνοθέτης έρχεται από την ταινία τεκμηρίωσης και αυτό φαίνεται στα πλάνα του, στον τρόπο που μοντάρει, στην αρκετά αποστασιοποιημένη σκηνοθεσία του.
Ας κλείσουμε όμως έτσι για να συνεχίσουμε με πιο ενδιαφέρουσες και ελληνικές ταινίες, προσπαθώντας να συμπληρώσουμε αυτό το παζλ που είναι η εικόνα του 50ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Γιάννης Φραγκούλης
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΕΝΑΣ ΤΣΙΩΛΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ
|
|