ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΡΑΜΟΥ
Ένα κείμενο του σκηνοθέτη και ποιητή Λευτέρη Ξανθόπουλου
Ένα κείμενο ανάλυσης, παράθεσης απόψεων, ένα κείμενο που κουβαλά μια διεισδυτική ματιά, αλλά και αυτή του ποιητή και του σκηνοθέτη, του Λευτέρη Ξανθόπουλου, ο οποίος απευθύνεται στο μυθιστοριογράφο, σεναριογράφο και κριτικό κινηματογράφου, το Γιώργο Μπράμο. Ένα κείμενο που έχουμε την τιμή να δημοσιεύσουμε εδώ, με την ελπίδα να πέσει λίγο φως στις αφηγηματικές δομές (και) της ταινίας, δεδομένου ότι ο Γιώργος Μπράμος έχει κάνει πολλά σενάρια για τον ελληνικό κινηματογράφο. Στις φωτογραφίες, από πάνω μέχρι κάτω, το βιβλίο του Γιώργου Μπράμου, μικρή φωτογραφία του Λευτέρη Ξανθόπουλου, Σκίτσο για τον Εγγονόπουλο, από την ταινία του Ξανθόπουλου για τον ποιητή.
Στις αρχές του καλοκαιριού, εφέτος, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, μια συλλογική έκδοση με δέκα σύγχρονες αστυνομικές ιστορίες από ισάριθμους έλληνες συγγραφείς, με τον τίτλο «Ελληνικά Εγκλήματα». Το διήγημα που υπογράφεται από τον Γιώργο Μπράμο, τιτλοφορείται «Πνιγμένο Παιδί».
Στη συγκεκριμένη ιστορία η αφήγηση, σε πρώτο πρόσωπο, γίνεται από ένα χαμηλόβαθμο στέλεχος της ελληνικής αστυνομίας και μας οδηγεί σε ένα νεογέννητο, που βρέθηκε νεκρό μέσα σε πλαστική σακκούλα σε κάδο απορριμάτων, σε κάποια μεσαία επαρχιακή πόλη, κάπου στη Βόρεια Ελλάδα.
Από την πρώτη κιόλας μιάμιση σελίδα, όλα τα απαραίτητα στοιχεία, πραγματολογικά και μη, για την ανάγνωση και την πρόσληψη της ιστορίας που θα ακολουθήσει, τοποθετούνται εδώ, μπροστά μας, σαν εισαγωγή, όπως ακριβώς τα αντικείμενα και τα σκεύη, τα πρόπς δηλαδή, μιας θεατρικής παράστασης, που βρίσκονται όλα πάνω στη σκηνή του θεάτρου καθώς ανοίγει η αυλαία.
Οι χαρακτήρες, οι ιδιότητες και οι προθέσεις τους παρατάσσονται με ευκρίνεια, από το πρώτο κιόλας δίλεπτο και απαριθμούνται με σκοπό να γεωγραφήσουν και να υπηρετήσουν τη μυθοπλασία. Στη συνέχεια δε θα μας απασχολήσουν άλλο. Τώρα μένει να μπούμε στις ζωές των ηρώων και στη δράση, που αρχίζει να ελίσσεται με κοφτές, παλινδρομικές και επιδέξιες κινήσεις.
Η λογοτεχνική αφήγηση είναι φαινομενικά ουδέτερη σαν αναφορά οργάνου της τάξεως, με μικρούς όμως και χαμηλούς κατά διαστήματα εξομολογητικούς τόνους.
Η πρόταση είναι σύντομη και λιτή, χωρίς περιττά επίθετα ή επιθετικούς προσδιορισμούς και ολόκληρο το διήγημα το διαποτίζει και το γονιμοποιεί μια παράξενη υγρασία, το διαπερνά μιά ιδιαίτερη θερμοκρασία και γοητεία. Ο Μπράμος παίζει με τα κλισέ, εισάγει τα στερεότυπα στην ιστορία και στη συνέχεια τα εξαφανίζει για να τα επαναφέρει μεταλλαγμένα και τροποποιημένα αμέσως παρακάτω.
Αισθάνεται την αδήριτη ανάγκη να χαρτογραφήσει ένα τμήμα της νεοελληνικής παρουσίας, πλέκει έναν πραγματικό ιστό, ένα δίκτυο και εκεί τοποθετεί τα φαινόμενα που τον κυκλώνουν ή την παθογένεια του νεοέλληνα. Ο τρόπος του δεν είναι ακριβώς ρεαλιστικός, υπακούει στούς κανόνες του ρεαλισμού αλλά μόνο εξωτερικά. Με την πρώτη ευκαιρία δε θα διστάσει, χρησιμοποιώντας τεχνικές που εξυπηρετούν αποκλειστικά την αφήγηση και την ποιητική της δραματουργίας, να διαβρώνει την μέθοδο που ακολουθεί, να ακολουθήσει μια άλλη αφηγηματική διαδρομή για να επανακάμψει εκ νέου εκεί από όπου ξεκίνησε.
Ο Γιώργος Μπράμος εμφανίστηκε με βιβλίο του, για πρώτη φορά το 1993, με τη συλλογή διηγημάτων «Βρεγμένο Ρούχο». Ακολούθησε το μυθιστόρημα «Ότσι Τσιόρνιγια – Μαύρα Μάτια», το 1999, τα διηγήματα, «Άσπρα Γένια», το 2006, και τέλος, πρίν από τρεις περίπου μήνες, το «Πνιγμένο Παιδί» στο συλλογικό «Ελληνικά Εγκλήματα», για το οποίο μιλήσαμε πιό πάνω.
Θα μπορούσαμε να πούμε, με μιά σχετική βεβαιότητα, ότι ο κεντρικός αφηγηματικός πυρήνας, το μοτίβο δηλαδή, που συγκροτείται και στα εννέα διηγήματα της συλλογής «Βρεγμένο Ρούχο», καθώς, λιγότερο ή περισσότερο και στα επόμενα βιβλία του Μπράμου, συνοψίζεται στο στερεότυπο: Άντρας- Συναντάει-Γυναίκα.
Αν προσπαθήσουμε εδώ να συγκεντρώσουμε και να κωδικοποιήσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ηρώων του, οδηγούμαστε στα εξής συμπεράσματα, σύμφωνα πάντα με τις πληροφορίες και τις οδηγίες που μας δίνει με τα βιβλία του ο ίδιος ο συγγραφέας:
Ο άντρας είναι ένας κοινός άνθρωπος, ένας άνθρωπος του μέσου όρου, ούτε πιο δω ούτε πιο κει. Γι’ αυτόν, το πρωί είναι πάντα πρωί, και δεν έχει αγωνία αν θα ξημερώσει˙ σίγουρα ο ήλιος θα βγαίνει πάντα από την ανατολή και σίγουρα θα ξημερώσει.
Ο άντρας είναι μέσα στο κάτι που τον τρώει˙ είναι ένας που προσπαθεί να ξεφύγει απ’ αυτό που τον κυνηγάει και φεύγει, διαρκώς φεύγει, με χαμηλωμένα τα μάτια, πάντα φεύγει. Μπροστά του είναι μόνο η άσφαλτος, ούτε τοπία ούτε τίποτα.
Ο άντρας κουβαλάει συνήθως πονεμένες ιστορίες είτε για την γυναίκα που τον άφησε, συνηθισμένη ιστορία απιστίας, είτε για τον παλαβό έρωτα με τη γυναίκα του φίλου του και για το πώς φύγανε αλλοπαρμένοι ένα βράδυ, συνηθισμένη ιστορία πάθους. Όταν θα αφηγηθεί την ιστορία του στην καινούρια γυναίκα που θα συναντήσει, γιατί τις χαρές οι άνθρωποι μπορεί να θέλουν να τις κρύψουν, τους πόνους όμως τους μοιράζονται, εκείνη θα του πει, με τη φωνή της ανάμεσα στο σκοτάδι και το παράπονο, «Μα γι’ αυτόν τον πόνο σε συνάντησα, Γιάννη».
Ο άντρας, θα επιχειρήσει εν τέλει την υπέρβαση, θα επιχειρήσει να κινηθεί προς την απέναντι πλευρά˙ η προσπάθειά του όμως αυτή μένει μετέωρη, τον ξεπερνάει. Είναι ένας κοινός άνθρωπος, καθημερινός, άνθρωπος του μεροκάματου, βιδωμένος στο χώμα, καταδικασμένος στην ακινησία. Θα επιστρέψει, νικημένος και ταπεινωμένος, από εκεί όπου ξεκίνησε. Το κέρδος του, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, θα είναι η αυτοσυντριβή του, η διαπίστωση πως η απέναντι πλευρά δεν υπάρχει. Η υπέρβαση επιχειρείται για να ανακαλύψει ο ήρωας, για μια ακόμα φορά, τα μέτρα και την γεωμετρία του.
Ο άντρας όταν συναντιέται ερωτικά και έρχεται μέσα στη γυναίκα φωνάζει, σ’ αγαπάω. Εκείνη τότε του κλείνει το στόμα με την παλάμη της και του λέει θυμωμένη, «Αυτό μην το ξαναπείς γιατί θα φύγω».
Η γυναίκα είναι πιό ώριμη από τον άντρα. Ο άντρας, που θα παραμείνει ώς το τέλος ένα παιδί που αρνείται να μεγαλώσει, όσο και να προσπαθεί δε θα μπορέσει να καταλάβει ποτέ τη γυναίκα με τα φευγάτα μάτια, τη γυναίκα που κοιτάζει στο πουθενά, τη γυναίκα και τα σκοτάδια της˙ τη γυναίκα που όταν αγριεύει σου κόβει την αναπνοή και τότε ανακαλύπτεις πόσο φοβάσαι αυτές τις αγριεμένες γυναίκες, όπως φοβόσουνα μικρό παιδί την αυστηρή φιγούρα της μάνας σου.
Τα επαγγέλματα του άντρα, ταπεινά, καθημερινά και χωρίς καμία λάμψη, μπορεί νά είναι: πλασιέ φαρμάκων, φορτηγατζής, συνταξιούχος δάσκαλος, οδηγός νεκροφόρας, εμπορικός αντιπρόσωπος, μπάτσος, λιμενικός ή ταξιτζής. Η γυναίκα, που μπορεί να τη λένε Μαρία ή Λόλα ή Λία δε φαίνεται να έχει κάποιο διακριτό επάγγελμα.
Ο άντρας έχει στραμένο το βλέμα πάντα προς τα κάτω, δεν κοιτάζει ποτέ προς τα πάνω, την ίδια στιγμή που η γυναίκα ανοίγει τα χέρια της για να πετάξει, σαν το πουλί. Η γυναίκα στέκεται ολόγυμνη δίπλα στο παράθυρο, κοιτάζει στο πουθενά, τινάζει τα χέρια ψηλά, όπως κάνουν οι απελπισμένοι και λέει βραχνά, «Θεέ μου πως θ’ αντέξουμε;».
Η λιακάδα δεν αρέσει στη γυναίκα του Γιώργου Μπράμου γιατί η λιακάδα δεν είνα καλός καιρός,˙της αρέσει να την κλείνει η δυνατή βροχή και το χιόνι στο ερωτικό κρεβάτι ξενοδοχείου, απ’ αυτά που πάνε όσοι θέλουν να κρύψουν ό,τι τους κατατρώει, θέλει να ζει σα σε όνειρο, γιατί όταν θα τον ανοίξουν το δρόμο, θα χαθούμε πάλι Γιάννη, λέει με σπασμένη φωνή στον άντρα.
Η γυναίκα πλαγιάζει με δύο άντρες, μαζί και ταυτοχρόνως και όταν φτάνει σε οργασμό βγάζει μιά μεγάλη κραυγή που την ακούει όλη η Εθνική και όλη η Θεσσαλονίκη. Μετά την ερωτική πράξη, έρχεται η γυναίκα στο παράθυρο τινάζει τα χέρια ψηλά στον ουρανό, «Δεν χόρτασα τίποτα», φωνάζει, «δεν χόρτασα τίποτα ένα βράδυ ολόκληρο να μην ξέρω ποιόν έχω μέσα μου».
Η γυναίκα φέρνει τα χέρια της στην έκταση και στην ανάταση, τα τινάζει ψηλά για να πάρει μέγεθος το σώμα της, να πάρει όγκο, να διπλασιαστεί, δεν την χωράει τη γυναίκα το σώμα της που της είναι λίγο και μικρό και τη στενεύει. Όταν θα έρθει επί τέλους η εγκυμοσύνη, σαν ευλογία για τη γυναίκα και το σώμα της θα μεγαλώσει, εκείνη πια θα πάψει να τινάζει τα χέρια ψηλά, θα σκύψει πρός τα μέσα της και θα περιμένει.
Απ’ όλα τα γεωμετρικά σχήματα η γυναίκα γοητεύεται από το τρίγωνο, το ερωτικό τρίγωνο, εκείνη η ίδια είναι η μάνα γη, η μεγάλη θεά, η μάνα και ερωμένη όλων των αντρών της γης και όταν συλλαμβάνει θέλει να κρατήσει το παιδί «για να έχουνε κάτι και οι τρεις τους», όπως λέει. Ένα παιδί, πού να είναι σαν την αγάπη τους, δια του τρία, γιατί η αγάπη έρχεται με το μαλακό και μπαίνει στην καρδιά των ανθρώπων εκεί που δεν το περιμένουν, εκεί που τίποτα δεν ελπίζουν.
Κατά βάση, και επί της ουσίας, ο Μπράμος, συγγραφέας εμμονών, κατα-γίνεται επίμονα με το δίπολο άνδρας-γυναίκα, το δίπολο αρσενικό-θηλυκό και διαχειρίζεται τις ποικιλίες και τις παραλλαγές του ως εαν το ανδρόγυνο ζεύγος να προέκυψε στην καθημερινή μας ζωή, και στην λογοτεχνία βεβαίως, άμεσως μετά την Πτώση, που συντελέστηκε εδώ, έξω από την πόρτα μας, στο σπίτι μας, μόλις πριν από λίγο, ένα ελάχιστο διάστημα.
Η έννοια του δίπολου είναι αφενός αρχετυπική και πρωτογενής έννοια, αφετέρου δε έννοια μη φθαρμένη, έννοια που δεν έχει αναλωθεί, όπως λογουχάρη άφθαρτη είναι και θα παραμείνει για τη λογοτεχνία η έννοια του θείου.
Στό δεύτερο βιβλίο του, το «Οτσι Τσιόρνιγια-Μαύρα Μάτια», και μαζί με ό,τι κατακτημένο σαν τεχνική από το «Βρεγμένο Ρούχο», μαζί με το μεγάλο έρωτα που δεν ολοκληρώνεται παραμένοντας δια βίου μια ανοιχτή πληγή, υπάρχει η μεγάλη αντρική φιλία καθώς και η σκοτεινή προδοσία από τον καλύτερο φίλο, στην πιό κρίσιμη στιγμή της ζωής. Εκεί και συντελείται η μεγάλη μεταμόρφωση.
Σταματήσαμε σ’ ένα καφέ˙ έπεσε πάλι μουγγαμάρα. Μ’ έπιασε που χάζευα τις αγέρωχες γυναίκες, που περνούσαν από μπροστά μας. Σα να έπρεπε να αποστρέψω το βλέμμα απ’ αυτές, γιατί η σελίδα γύρισε. Μου μίλησε για τον δρόμο που ανοίγετα μπροστά μαςι, τη ζωή μας που αλλάζει, πόσο οι μικρές χαρές και οι μικρές ανάγκες δεν θα είναι πια όπως πρώτα. Είπε πως περνάμε πια εκεί που δεν έχει μέρα και νύχτα, δεν έχει αγάπη και έρωτα, πείνα και δίψα, καθαρό ρούχο και ξέγνοιαστο ύπνο, καλό κρασί και αγκαλιά γυναίκας πως πρέπει να γίνουμε ηθοποιοί, να περπατάμε στούς δρόμους σαν υπάλληλοι τραπέζης και να ταξιδεύουμε σαν χαζοχαρούμενοι τουρίστες, τίποτα να μην δείχνει το μέσα μας, και ακόμα, το μάτι μας –το σημείο που όλα προδίδονται- νά’ ναι παγερό σαν ατσάλι.
Η ουτοπία είναι η πραγματικότητα των χαμένων. Και η εξέγερση είναι καρπός της απόγνωσης.
Μπορεί κανείς να προσδιορίσει την παιδεία, τη συνολική παιδεία που χαρακτηρίζει όλους τους ήρωες καθώς και την εποχή ενός βιβλίου; Μπορεί να προσδιορίσει το ήθος, την ηθική στάση των χαρακτήρων μπροστά στα μεγάλα και μικρά γεγονότα της καθημερινής ζωής; Μπορεί να μετρήσει την κοινωνική τους ευαισθησία, την πολιτική τους συνείδηση, το υποστασιακό τους εκτόπισμα, τη δικιά τους αποκλειστικά αλήθεια, την αλήθεια που κουβαλάει ο καθένας μέσα του;
Θα προσπαθήσω παρακάτω να απαντήσω σε όλα τα ερωτήματα που βάζει στα βιβλία του ο Μπράμος και ακόμα, θα προσπαθήσω να αποδείξω, αυτό που σχεδόν άφησα να εννοηθεί ως τώρα, ότι οι 450 περίπου τυπωμένες σελίδες των βιβλίων του Γιώργου Μπράμου, δεν αποτελούν παρά ψηφίδες ή μεγάλα κεφάλαια ή επί μέρους ενότητες ενός και μοναδικού βιβλίου, μιας ευρύτερης σύνθεσης με κοινούς ανθρώπινους χαρακτήρες, κοινές συμπεριφορές, κοινά κίνητρα και ιδιότητες, συστατικά ενός έργου που συνεχώς εξελίσσεται, διακλαδίζεται και εμπλουτίζεται για όσο διάστημα ό συγγραφέας στοχάζεται ή επαναστοχάζεται, τοποθετεί και τοποθετείται, σκάπτει ένδον και δημιουργεί.
Σημείωση
Τo παρόν κείμενο, που αποτελεί μέρος ευρύτερης εργασίας, χρησιμοποιήθηκε ως εισήγηση στο 30ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, 21 Σεπτεμβρίου 2007,˙ εδώ, με τις απαραίτητες αλλαγές και βελτιώσεις για τις ανάγκες της δημοσίευσης.
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΡΑΜΟΥ