«Ο ρεαλισμός στον κινηματογράφο και στην κινηματογραφική δουλειά του Ρόμπερτ Άλτμαν»
Ο ρεαλισμός στον κινηματογράφο είναι ένα πολύ αμφισβητήσιμο θέμα που πολλοί έχουν προσπαθήσει να εξηγήσουν και να καθορίσουν. Λαμβάνοντας υπόψη ότι μια ταινία δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια παραίσθηση ή μια αναπαράσταση ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης, είναι πολύ δύσκολο να τεθούν τα όρια μεταξύ της πραγματικότητας και της μυθιστοριογραφίας, της αξιοπιστίας και φαντασίας.
Διάφοροι δηλώνουν ότι το κίνημα και η ιδέα του ρεαλισμού όχι μόνο στον κινηματογράφο, αλλά και στην τέχνη όπου πρωτοεφαρμόστηκε και στην λογοτεχνία, επιστήμη, ή ακόμα και την φιλοσοφία ήταν κάτι που υπήρξε πριν από τη επίσημη ονομασία του. Η ανάγκη να εκφράσουμε τον κόσμο γύρω μας και να αναπαραστήσουμε την πραγματικότητα ήταν πάντα η απόλυτη ανάγκη του ατόμου. Όλοι οι ρεαλιστές πρέπει να εκφράσουν ένα πράγμα, την αλήθεια. Ο ρεαλισμός ήρθε να συλλάβει την αλήθεια, να ξετυλίξει την έννοιά του, την ομορφιά της και την ειλικρίνειά της μέσω του χρόνου και του διαστήματος (Nochlin, 1971).
Στις ταινίες βασισμένες σε αληθινά γεγονότα ή αληθινές ιστορίες οι τρόποι ανακατασκευής της πραγματικότητας είναι απλοί δεδομένου ότι η ιστορία και οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες είναι βασισμένοι στα αληθινά γεγονότα και πραγματικούς ανθρώπους ή κοινότητες. Κάποιος πρέπει να καθορίσει την περίοδο και να τοποθετήσει την ιστορία μέσα σε αυτήν, να ερευνήσει και να μελετήσει τους χαρακτήρες προκειμένου να τους απεικονίσει όσο πιο κοντά στην πραγματικότητα γίνεται, και χρησιμοποιήσει το κατάλληλες ύφος και μορφή προκειμένου να ενισχυθεί η πραγματικότητα της ταινίας. Ένα πολύ καλό παράδειγμα αυτού του τύπου κινηματογραφίας είναι οι ταινίας του Ken Loach, η πρόσφατη ταινία, «Πόλη του Θεού»/ “City of God” από τον Fernando Meirelles, ή η ταινία «Gummo», από τον ενδιαφέρον και τολμηρό σκηνοθέτη Harmony Korine. To «Gummo» είναι μια ταινία για τη μετέπειτα ζωή μιας πόλης/κοινότητας κάπου στις ΗΠΑ μετά από έναν καταστροφικό τυφώνα. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί σε αυτήν την περίπτωση πραγματικούς ανθρώπους ως ηθοποιούς, πραγματικές τοποθεσίες και οδηγεί τους ακροατές στην καρδιά του προβλήματος με τη χυδαιότητά τους, την βία και την ασχήμια που εσωκλείει αυτή η Αμερικάνικη κοινότητα.
Ένας σκηνοθέτης που χρησιμοποιεί τα εργαλεία της κινηματογραφίας προκειμένου να ειπωθεί μια ιστορία όσο κοντά στο πραγματικό και αληθινό είναι ο αμερικάνος σκηνοθέτης Ρόμπερτ Άλτμαν. Δημιουργός τέτοιων ταινιών όπως, ‘M*A*S*H*’ (1970), ‘Brewster McCloud’ (1970), ‘McCabe and Mrs. Miller’(1971), ‘California Split’ (1974) , ‘Nashville’ (1975), ‘Three Women’ (1977), ‘The Player’ (1992), ‘Ready to Wear’ (1994), ‘Gosford Park’ (2002), ‘The Company’(2003) και πολλές άλλες.
Ο Ρόμπερτ Άλτμαν χρησιμοποιεί τα εργαλεία του σινεμά για «να ενισχύσει την αίσθηση της πραγματικότητας στις ταινίες του» (Aljean Harmetz, 1971). Οι ταινίες του δεν βασίζονται σε αληθινά γεγονότα, παρόλα αυτά περιβάλλει συνήθως τις ιστορίες του με αληθινά γεγονότα, τοποθεσίες και ανθρώπους της σόουμπιζ. Μερικά παραδείγματα είναι: «M*A*S*H*», μια μαύρη κωμωδία για μια κοινότητα γιατρών και χειρούργων στρατού στον κορεατικό πόλεμο, «Νάσβιλ», μια συλλογή ιστοριών που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια ενός φεστιβάλ καόυντρι μουσική, στο Νάσβιλ, ΗΠΑ, «Ο Παίκτης», μια σάτιρα για τον κινηματογράφο και το Hollywood για ένα πραγματικό γραφείο παραγωγής Hollywood, «Pret-a-Porterι», ένα μυστήριο δολοφονίας και μια σάτιρα για τον κόσμο της μόδας στο Παρίσι, και πολλές άλλες.
Η ανάγκη να επιτεύξει την πραγματικότητα και τον ρεαλισμό στις ταινίες του, οδήγησε τον Άλτμαν να απορρίψει και να ξεπεράσει μερικές τεχνικές συσκευές που χρησιμοποιούνται από τους συνηθισμένους σκηνοθέτες. Σαν υποκατάστατο του συνηθισμένου και καθαρού ήχου, χρησιμοποιεί επικαλυπτόμενο ήχο όπου φωνές χαρακτήρων, θόρυβοι και διάλογοι από δευτερεύοντες χαρακτήρες συνδυάζονται ο ένας με τον άλλο δίνοντας έτσι την αίσθηση ενός πραγματικού χώρου, με πραγματικούς ανθρώπους που έχουν έναν αληθοφανές διάλογο. «Αυτό δίνει στο ακροατήριο την αίσθηση του διαλόγου, το συναίσθημά του, παρά την κυριολεκτική του, καθαρή έννοια. Αυτός είναι ο τρόπος που ο ήχος σε έναν χώρο υπάρχει πραγματικά». (Aljean Harmetz, 1971, Στον: Sterritt, 2000)
Σε όλες τις ταινίες του χρησιμοποιεί πολλαπλάσιες κάμερες ταυτόχρονα καθώς επίσης και τον φακό ζουμ, κάτι που άλλοι σκηνοθέτες αποφεύγουν να χρησιμοποιούν. Αυτή η ανώμαλη χρήση των εργαλείων ταινιών υιοθετείται από τον σκηνοθέτη για να ενισχύσει την ποιότητα της ηθοποιίας. Οι ηθοποιοί δεν γνωρίζουν πάντα ποιος είναι εντός ή εκτός του πλάνου, αναγκάζοντας κατά συνέπεια όλους τους ηθοποιούς σε ένα πλάνο να δώσουν το καλύτερό τους εαυτό και με πλήρη συγκέντρωση. Ο φακός ζουμ, ο οποίος χρησιμοποιείται εκτενώς στις ταινίες του Άλτμαν επιτρέπει στον σκηνοθέτη να απομονώσει τις στιγμές και τους ανθρώπους σε ένα πλάνο, χωρίς να παρεμποδίζει την απόδοση του ηθοποιού. Η κινηματογραφική κάμερα του Άλτμαν δείχνει περισσότερα με το να δείχνει λίγα, επαναπροσδιορίζει σχέσεις των χαρακτήρων συνεχώς και επιτρέπει στο ακροατήριο να προσδιορίσει βαθμιαία τον χώρο και την ατμόσφαιρα της ταινίας που την περιβάλλει. Όταν επαναρυθμίζει το σημείο εστίασης στον φακό ζουμ, μιμείται το συναίσθημα κάποιου εστιάζει σε ένα γεγονός ή έναν διάλογο που τον ενδιαφέρει και αγνοεί μερικώς τι συμβαίνει γύρω από αυτόν.
Η όλη έννοια της προσπάθειας του Άλτμαν ως σκηνοθέτης είναι να καταστήσει τις ταινίες πιο πραγματικές. Θέλει «να αρπάξει τα ατυχήματα της ζωής και να τα ρίξει στο ακροατήριο» (Aljean Harmetz, 1971, Στον: Sterritt, 2000) προκειμένου αυτοί να εκπλαγούν. Συνδέει πάντα την δουλειά του με αυθεντικότητα, ακραίο ρεαλισμό (πχ. Σκηνές από το χειρουργείο στην μαύρη κωμωδία «MASH» ή την αληθινή σκηνή γέννας στο «Ο Δρ. Τ και οι γυναίκες του»), ευχαρίστηση, πόνο, κακοήθεια και απρόβλεπτη ελκυστικότητα. Όλα αυτά τα στοιχεία είναι πραγματικά και οι άνθρωποι τα βιώνουν στην καθημερινή ζωή τους.
Ο Άλτμαν μεταχειρίζεται το σενάριό του σαν ένα οδηγό για να ολοκληρώσει την ταινία του. Πάνω στο γύρισμα ο Άλτμαν επιτρέπει στους ηθοποιούς του, οι οποίοι διαλέγονται προσωπικά με απόλυτη εμπιστοσύνη, να είναι δημιουργικοί. Δεν διστάζει να αλλάξει τον διάλογο, να προσθέσει καινούργια στοιχεία σε μια σκηνή ή ακόμα και να προσθέσει σκηνές επιτόπου όταν μια τέτοια ευκαιρία παρουσιάζεται (Kolker, 1988). Ένα παράδειγμα εκείνης της τεχνικής ή πρωτοτυπίας συμβαίνει εκτενώς στην ταινία «M*A*S*H*», όπου το σενάριο άλλαξε στην ολοκλήρωση της ταινίας σε τέτοιο επίπεδο που ο σεναριογράφος αρνήθηκε να δεχτεί το βραβείο ακαδημίας ΟΣΚΑΡ για το καλύτερο σενάριο. Οι ταινίες του έχουν σπάνια μια συγκεκριμένη πλοκή με αρχή, μέση και τέλος. Αυτός μπορεί ναι είναι και ο λόγος για τον οποίο πολλοί άνθρωποι που δεν είναι εξοικειωμένοι με τις ταινίες του δεν είναι ικανοί να τις καταλάβουνε και να τις απολαύσουνε όπως πρέπει
.
Ο Άλτμαν θεωρεί ότι «ο κινηματογράφος είναι η απόλυτη συνεργάσιμη τέχνη» (Sterritt, 2000) και ότι όλοι οι άνθρωποι που συμμετέχουν στην δημιουργία μιας ταινίας επηρεάζει το τελικό προϊόν. Οι επικεφαλής συνεργάτες στη δημιουργία των ταινιών του είναι οι ηθοποιοί του. Ερευνά την κατάσταση και τη στιγμή μιας σκηνής μαζί τους προσθέτοντας έτσι κάποια ισχύ στις συγκρούσεις και τα προβλήματα της ταινίας.
Το πιο γνωστό σήμα κατατεθέν του Άλτμαν είναι το σύνθετο σύστημα καταγραφής ήχου. Χρησιμοποιεί το γνωστό ως σύστημα Οκτώ, μια μέθοδος καταγραφής ήχου στο πλατό σε 8 ξεχωριστά κομμάτια συγχρόνως. Αυτό το σύστημα επιτρέπει στον σκηνοθέτη να έχει κοντρόλ της ισορροπίας, έντασης και ποικιλίας όλων των διαφορετικών ήχων και διαλόγων που ακούγονται σε μια σκηνή. Ο ήχος για τον Άλτμαν είναι το θεμελιώδες συστατικό της επιτυχημένης κινηματογραφίας. Ο σκηνοθέτης σιγουρεύεται ότι συλλαμβάνει όσο περισσότερο ήχο, διάλογο, και εικόνα γίνεται κατά τη διάρκεια του γυρίσματος για να τα επεξεργαστεί έπειτα στο μοντάζ. Ο λόγος για τον οποίο παίζει με τον ήχο και την εικόνα είναι για πρακτικούς λόγους. Παραδείγματος χάριν στην ταινία «M*A*S*H*», οι ηθοποιοί μιλούν ταυτόχρονα διαμορφώνοντας έτσι μια αίσθηση χάους και σύγχυσης που επικρατεί στον πόλεμο.
«Οι ταινίες του είναι γεμάτες με αντικείμενα και ανθρώπους, με κίνηση, διάλογους, ήχους και μουσική που υφαίνονται σε περιστασιακά και καθημερινά αφηγήματα που δημιουργούν την αίσθηση αυθορμητισμού και αυτοσχεδιασμού» (Kolker, 1988). Η χαλαρή ατμόσφαιρα και η άνετη αίσθηση των ταινιών του είναι προσεκτικά δομημένες. Οι ταινίες του προσπαθούν να επαναπροσδιορίσουνε το αφηγηματικό στυλ και το περιεχόμενο ωθώντας το ακροατήριο να συγκεντρωθεί στην ιστορία και να ακολουθήσει προσεκτικά τις διαφορετικές δραματικές ενέργειες που προσφέρει. Στις ταινίες του Άλτμαν το ακροατήριο δεν επιτρέπεται να καθίσει, να χαλαρώσει και απλά να παρακολουθήσει παθητικά την ταινία. Ο θεατής πρέπει να συμμετέχει σε εκείνη την συνέλευση χαρακτήρων, καταστάσεων, μυστήριου και πραγματικότητας.
Κωνσταντίνος Βασίλαρος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Kolker, R. Phillip. (1988). A cinema of loneliness: Penn, Kubrick, Scorcese, Spielberg, Altman.
Nochlin, Linda. (1971). Realism, style and civilization, Harmondsworth. Penguin Publications.
Sterritt, David (general editor of interviews). (2000). ‘Conversations with filmmakers’ series: ‘Robert Altman interviews’. USA: University Press of Mississippi.