Αισθητική και χρόνος στον ιταλικό κινηματογραφικό
Στο «Ταξίδι στην Ιταλία» (1954), μια καθοριστική ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου, ο Ροσελίνι ξεκίνησε μια δική του, καινοτόμο προσπάθεια επανεπεξεργασίας του χωροχρόνου στον αφηγηματικό κινηματογράφο. Μέσα από τις αναζητήσεις του γύρω από το χειρισμό του χρόνου και του χώρου στη διάρθρωση της κινηματογραφικής αφήγησης και της δραματουργίας, έβαλε τα θεμέλια αυτής της προόδου της κινηματογραφικής αισθητικής και αφήγησης. Στο «Ταξίδι στην Ιταλία» η εξέλιξη των δύο χαρακτήρων, του ζευγαριού, μέσα στο χρόνο της μυθοπλασίας, γίνεται κατά τη διάρκεια της διαδρομής τους, την οποία περιγράφει η ταινία.
Ο Ροσελίνι αποδίδει την εξέλιξη του ζευγαριού μέσα σε πεπερασμένο χρονικό και χωρικό διάστημα, κατά τη διάρκεια ενός σημαντικού για τους δύο ήρωες ταξιδιού προς το νότο της Ιταλίας, επεξεργαζόμενος τα δραματουργικά και αφηγηματικά δεδομένα σε σχέση με τη φιλμική ανάπτυξη του χρόνου και του χρόνου. Χειριζόμενος, δηλαδή, τις φιλμικές συντεταγμένες του χώρου και του χρόνου στο «Ταξίδι στην Ιταλία», πλάθει την ανέλιξη της μυθοπλασίας του και τους χαρακτήρες του, και το αντίστροφ-πλάθει το χώρο και το χρόνο στην ταινία, διαμορφώνοντας την εξέλιξη των ηρώων του. Γίνεται έτσι φανερό ότι η διαμόρφωση του χώρου και του χρόνου παίζουν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία αυτού του σημαντικού για την ιστορία και αισθητική του κινηματογράφου, ιταλικού φιλμ.
Η ταινία ξεκινά σαν road movie. Ένα αποξενωμένο ζευγάρι Άγγλων οδηγεί το αυτοκίνητό του στη νότια Ιταλία, μέχρι να φτάσει σε μια βίλα που έχει κληρονομήσει. (Σκοπός τους είναι να την πουλήσουν, γιατί δεν αισθάνονται άνετα στην Ιταλία). Διαδρομές του ενός ή της άλλης ή και των δύο, διατρέχουν όλο το φιλμ και δίνουν τον γενικό τόνο. Όλη η ταινία δεν είναι παρά μια περιπλάνηση, στο χώρο και στις ψυχές των ηρώων, μια ξενάγηση στις ομορφιές της αιώνιας Φύσης και των αρχαιοτήτων της Ιταλίας που δίνουν ένα ξεχωριστό ηθικο-υπαρξιακό νόημα στο εσωτερικό ταξίδι. Ξενάγηση στη βίλα, στη Νάπολη, στα μουσεία, στον Βεζούβιο και στην Πομπηία, περιήγηση, αναζήτηση και ανακάλυψη του νοήματος της ζωής…
Το ταξίδι, οι επισκέψεις στους διάφορους, κλειστούς ή υπαίθριους χώρους από δω κι από κει, η παραμονή στη βίλα, δημιουργούν μια διαστολή του χρόνου. Ο Ροσελίνι χειρίζεται τον χρόνο επιβραδύνοντας και διογκώνοντάς τον. Από την αργή ροή του χρόνου της μυθοπλασίας, δημιουργούνται επιπτώσεις στην ψυχική κατάσταση των προσώπων: Ο σύζυγος πλήττει, η επιβράδυνση του ρυθμού της ζωής τον αποδιοργανώνει, τον κάνει να βαριέται (τη γυναίκα του…). Όμως, η σύζυγος βρίσκει την ευκαιρία και τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει τα προβλήματα και να εμβαθύνει σε αυτά.
Η αισθητική του Ροσελίνι σχετικά με το χρόνο και το χώρο είναι πρωτότυπη και ρηξικέλευθος, ο κινηματογράφος του ήταν ιδιαίτερα μοντέρνος- ο χειρισμός του αφηγηματικού χωροχρόνου, με τα χαρακτηριστικά της βραδύτητας, της μεγέθυνσης και χαλάρωσης της χρονικής διάστασης, της απουσίας της δράσης, προαναγγέλλουν την αντίστοιχη αισθητική και σκηνοθετική επανάσταση του Αντονιόνι. Στο «Ταξίδι στην Ιταλία» δε συμβαίνει τίποτα, δεν υπάρχει δραματουργία με την τυπική έννοια της λέξης, κι όμως γίνονται πολλά σημαντικά και ουσιώδη πράματα, μας παρουσιάζονται διακριτικά πολλές εικόνες, σημεία με τη σημειολογική έννοια, ερεθίσματα, σύμβολα, βιώματα και συναισθήματα. Ο Ροσελίνι, όπως και ο Αντονιόνι, υιοθετούν την αργόσυρτη, νωχελική ανέλιξη του χρόνου και της ζωής, το αργό ξεδίπλωμα της ύπαρξης και των μυστικών της …
Ο Ροσελίνι στοχάζεται πάνω στο παρελθόν, το παρόν, το δεσμό και τις ομοιότητές τους. Ο θάνατος είναι έντονα παρών και λειτουργεί σαν το ενδιάμεσο στοιχείο, σαν το πέρασμα από το παρόν στο παρελθόν (και το αντίστροφο). Μέσα από τα αρχαιολογικά ευρήματα, μνημεία και ερείπια, τα ρωμαϊκά αγάλματα των μουσείων, τους παλαιούς ναούς, τα καλλιτεχνικά κι αρχιτεκτονικά έργα, τις κατακόμβες, τους σκελετούς και τα κρανία των αρχαίων και όσων κάηκαν από τη λάβα του Βεζούβιου, ο Ροσελίνι ζωντανεύει το θάνατο και τη χαμένη ζωή των Ιταλών του παρελθόντος.
Ο χρόνος περνά ανεπιστρεπτί, κι αυτό έχει μια διάσταση ανθρώπινη, καθημερινή, οικεία και, ταυτόχρονα, τραγική. Η ηρωίδα τονίζει ότι οι άνθρωποι, διαμέσου των αρχαιοτήτων και των αντικειμένων ή των λειψάνων που έχουν ανευρεθεί, δείχνουν ίδιοι με μας. Η Πομπηία, με τα διατηρημένα κτίσματα, σκεύη και ανθρώπινα σώματα, είναι ένας χώρος αναλλοίωτος, μουμιοποιημένος, γνώριμος, φιλικός, μα και οδυνηρά πεθαμένος. Ο Ροσελίνι ξεδιπλώνει, υποδόρια, έναν υπαρξιακό και φιλοσοφικό προβληματισμό γύρω από το πέρασμα του χρόνου, τα ανεξίτηλα σημάδια του, τις χαρές και τον πόνο που μας χαρίζει το αναπόφευκτο ξετύλιγμά του. Ο μεγάλος Ιταλός σκηνοθέτης επεξεργάζεται σοφά το ζήτημα του χρόνου και της αιωνιότητας, του παρόντος και της λησμονιάς (η οποία επέρχεται σε χρόνο ενεστώτα) δίνοντας στον κινηματογραφικό μύθο του, φιλοσοφικό κι ηθικό βάθος και στοχασμό.
Ο Ροσελίνι έθεσε τις βάσεις αυτής της προβληματικής γύρω από το χειρισμό του χωροχρόνου στο σύγχρονο κινηματογράφο, και το έργο του συνέχισε ένας άλλος μεγάλος ανατροπέας, Ιταλός κι αυτός, ο Αντονιόνι. Σε πολλές ταινίες του Αντονιόνι, «Επάγγελμα ρεπόρτερ», «Ζαμπρίνσκι πόιντ», «Blow up», «Η νύχτα», κ.ά., πρωταγωνιστεί το τοπίο. Το τοπίο είναι ο δημιουργός της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, καθοριστικός παράγων της εξέλιξης της ιστορίας και της εικονοπλασίας της ταινίας. Το (αστικό ή αγροτικό, επαρχιακό) τοπίο είναι ο χώρος που καθορίζει με τα χαρακτηριστικά του, οπτικά, πολεοδομικά και κοινωνικά τους ανθρώπους και τη συμπεριφορά τους.
«Η Νύχτα» (1961), περιγράφει τις νυχτερινές διαδρομές και προσωπικές αναζητήσεις δύο κουρασμένων από το γάμο τους, συζύγων, σε απόγνωση και αδιέξοδο. Πρόκειται για ένα ακόμη αντονιονικό, αποξενωμένο, παντρεμένο ζευγάρι. Περιφέρονται ράθυμα σε διάφορους χώρους στο νυχτερινό Μιλάνο, χωρίς σκοπό κι ελπίδες, μετά τον τραυματισμό τους από το θάνατο ενός αγαπημένου, προικισμένου φίλου. Για άλλη μια φορά στον Αντοιόνι, η αφήγηση δεν είναι γραμμική, μα διασπάται προς διάφορες κατευθύνσεις. Ο χρόνος επιμηκύνεται πάρα πολύ, η αυγή αργεί πολύ να έρθει. Ο χρόνος της βραδείας περιπλάνησης επεκτείνεται και διαστέλλεται. Η περιπλάνηση εξελίσσεται θλιβερά, ο χρόνος ξετυλίγεται αργά, με αδράνεια, που όμως κρύβει μέσα της ανησυχία, άγχος και απόγνωση, το υπαρξιακό αδιέξοδο του ζευγαριού.
Στην «Περιπέτεια» (1960), που αποτελεί μια μεγάλη τομή στην ιστορία του κινηματογράφου, μια επανάσταση στην αισθητική και δραματουργία του, ο Αντονιόνι διαστέλλει τον αφηγηματικό χρόνο, τον επιμηκύνει, τον γεμίζει μικρές, ασήμαντες λεπτομέρειες που τον κάνουν να κυλά αργόσυρτα και να έχει τη φυσική, αργή ροή του χρόνου της καθημερινότητάς μας, έτσι όπως τον βιώνουμε.
Αυτές οι μεγάλες αλλαγές στο χειρισμό της ροής του βιωματικού, καθημερινού χρόνου, επιφέρουν, στις ταινίες του Αντονιόνι, τις αντίστοιχες μεταβολές στη χρησιμοποίηση του χώρου, μια και ο χώρος είναι άμεσα συνδεδεμένος με τη χρονική διάσταση, με το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο για να διανυθεί αυτός ο χώρος.
Αντίστροφα, το χρονικό διάστημα αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο διάστημα στο χώρο, το οποίο διανύει η κάμερα και τα πρόσωπα στο συγκεκριμένο χρόνο. Ο Αντονιόνι άλλαξε και τις δύο αυτές παραμέτρους, του χρόνου και του χώρου, στον κινηματογράφο.
Επεκτείνοντας και διαστέλλοντας τον ένα επέφερε και τη διάταση, διαστολή και επέκταση και του άλλου. Στην ταινία-τομή «Περιπέτεια» δεν υπάρχει στα αλήθεια περιπέτεια, παρόλο που οι ήρωες την επιζητούν και την επιθυμούν. Η αναζήτηση της εξαφανισμένης μεγαλοαστής Άννας, η έρευνα από τον εραστή της και τη φίλη της για να τη βρουν, αποτελεί ένα πρόσχημα. Στην πραγματικότητα μάλλον ψάχνουν μέσα τους, ψάχνουν τον εαυτό τους.
Στην αρχή της ταινίας, κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής με γιώτ μιας παρέας αστών, στα ιταλικά Αιολικά νησιά, εξαφανίζεται σε ένα μικρό, ξερό βραχονήσι, η δυσαρεστημένη από τη ζωή και τον έρωτά της, Άννα, ερωμένη του αρχιτέκτονα Σάντρο. Οι κάπως σνομπ και βαριεστημένοι φίλοι της την ψάχνουν μάταια. Η φύση και το τοπίο του νησιού, αργότερα και των άλλων τοποθεσιών που διασχίζουν οι δύο ήρωες, ο φίλος και η φίλη της Άννας, παίζουν σημαντικό ρόλο, καθορίζουν τη φιλμική εικόνα και την ανάπτυξη της ιστορίας. Η φύση έχει τους δικούς της ρυθμούς, είναι αδιάφορη στο δράμα των ανθρώπων που ψάχνουν τη χαμένη φίλη τους, και είναι αδυσώπητη. Κατόπιν, όταν ξεκινήσει η αναζήτηση της εξαφανισμένης από τους δύο φίλους της, η ταινία γίνεται ταινία περιπλάνησης. Ταξιδεύοντας αδιάκοπα, φτάνουν κάποτε μέχρι ένα άδειο χωριό που τους παγώνει την ψυχή. Σε όλες τις στάσεις και τις διαδρομές των δύο χαρακτήρων, που μετά γίνονται ζευγάρι, ο χρόνος επιμηκύνεται, προκύπτουν αναμονές, αδράνεια και νεκροί χρόνοι.
Αυτή είναι μια βασική αισθητική αρχή του μοντέρνου αντονιονικού κινηματογράφου. Οι κινήσεις των δύο ηρώων είναι ουσιαστικά άσκοπες, διαδρομές πέρα δώθε χωρίς νόημα. Κυριαρχεί η απραξία, η απουσία δράσης, η έλλειψη δραματουργίας, τα ασήμαντα συμβάντα και τα κενά στην ανέλιξη του χρόνου. Η γενική αίσθηση σηματοδοτεί και το ψυχολογικό κι υπαρξιακό κενό των αστών ηρώων της μυθοπλασίας, το υπαρξιακό πλέον πρόβλημα της ανίας τους. Οι μεγαλοαστοί της Περιπέτειας δεν κάνουν τίποτε, πλήττουν και περιφέρονται, ενδιαφέρονται μόνο για την πολυτελή ζωή, έχουν χάσει την ηθική υπόστασή τους, καθώς και το αίσθημα ηθικής και δικαίου.
Θόδωρος Σούμας
ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΟΝ ΙΤΑΛΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ