Κινηματογράφος & επικοινωνία
ΤΕΥΧΟΣ 1 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2000
40ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ από τον Ονειροκυνηγό στα Δημόσια Λουτρά
Το Διεθνές Τμήμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το μόνο πλέον διαγωνιστικό, ίσως να μην ήταν το πιο εντυπωσιακό των τελευταίων χρόνων, διακρινόταν όμως από την ποικιλία προσέγγισης σύγχρονων πιεστικών κοινωνικών και υπαρξιακών προβλημάτων. Από την Αργεντινή μέχρι την Κίνα κι από την Πολωνία μέχρι την Αίγυπτο, οι ταινίες ξετύλιξαν το δικό τους όραμα για τον κόσμο και τους ανθρώπους. Ας τις ξετυλίξουμε και εμείς με τη σειρά που προβλήθηκαν στο Ολύμπιον 1 από το Σάββατο 13 έως το Σάββατο 20 Νοεμβρίου.
Η Επιστροφή του ηλίθιου (Navra idiota), από την Τσεχία, η πρώτη ταινία του Διεθνούς Διαγωνιστικού που προβλήθηκε στο φετινό Φεστιβάλ, ανήκει στο Σάσα Γκεντεόν, από την Πράγα, και είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, εισπρακτική επιτυχία, όπως και η πρώτη του ταινία, στην Τσεχία. Πρόκειται για διασκευή του «Ηλίθιου», του μυθιστορήματος του Ντοστογιέφσκι. Ο Φράντισεκ, που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε άσυλο, επιστρέφει στους συγγενείς του που δεν τον αναγνωρίζουν. Και ο Γκεντεόν εστιάζει σε χαρακτηριστικά που ταιριάζουν στην ωριμότητα: ταπεινοφροσύνη και πίστη. Η ταινία έφυγε από τη Θεσσαλονίκη με το βραβείο καλύτερης καλλιτεχνικής επίτευξης.
Το βραβείο σεναρίου κέρδισε ο Άτεφ Χετάτα, από την Αίγυπτο, που παρουσίασε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, Οι κλειστές πόρτες (Al abwab al moghlaka), ταινία που γύρισε με γαλλική συμπαραγωγή. Η πρωταγωνίστρια της ταινίας Σαουσάν Μπαντρ κέρδισε το βραβείο α΄ γυναικείου ρόλου και η ταινία γενικά άφησε καλές εντυπώσεις στη Θεσσαλονίκη.
Η ταινία έχει ως πρωταγωνιστή ένα έφηβο (Αχμέτ Αζμί) που αναζητεί την ταυτότητά του στον ισλαμικό φονταμενταλισμό ενώ ο πόλεμος στον Κόλπο μαίνεται. Πρόκειται για την ιστορία ενός εφήβου σε έναν κόσμο που αλλάζει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης μας λέει ότι η εφηβεία είναι ένα σπάνιο θέμα για τον κινηματογράφο της Αιγύπτου, παρόλο που το 60% του πληθυσμού στη χώρα αυτή είναι κάτω των 20 χρόνων! Ίσως, μας εξηγεί ο ίδιος, επειδή η εφηβεία έχει σχέση με τη σεξουαλική απελπισία και αιμομιξία. Ο Τζάστιν Κέριγκαν, από την Ουαλία, που κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας, ανήκει στη νέα γενιά των Βρετανών σκηνοθετών που τα τελευταία χρόνια έχουν δείξει αρκετά δείγματα γραφής, όπως πριν από μερικά χρόνια το Τραιινσπότινγκ. Το Χιούμαν τράφικ (Human traffic) ανήκει κατά κάποιο τρόπο και αυτό στις ταινίες αυτές που βασίζονται στη σύγχρονη νεανική κουλτούρα και μυθολογία. Πέντε νεαρούς Ουαλούς προσωπογραφεί η ταινία. Παιδιά της εποχής που ζουν για μια βραδινή έξοδο στα θορυβώδη κλαμπ. Τελικά αποκαλύπτουν αξίες, όπως ο έρωτας, που η διαχρονικότητά του δεν έχει αμφισβητηθεί από κανέναν.
ΨΕΥΔΟΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ
Η κινηματογράφηση του Κέριγκαν είναι αρκετά πρωτότυπη και αντλεί πολλά στοιχεία από τα βίντεο κλιπ και τη νεανική κουλτούρα αλά MTV. Οι ήρωες πότε παίζουν και πότε μιλούν κατευθείαν μέσα στην κάμερα, δίνοντας στοιχεία για τη ζωή τους. Όπως είναι αναμενόμενο, η μουσική των κλαμπ είναι πανταχού παρούσα, δίνοντας τον τόνο στην ταινία. «Αυτό που θέλω να κάνω είναι να σπάσω τους κανόνες και να επινοήσω», λέει ο ίδιος και χαρακτηρίζει την ταινία του «ψευδοντοκιμαντέρ».
Το Μεξικό είναι πασίγνωστο στην ελληνική τηλεόραση για τις σειρές σαπουνόπερες, αλλά είναι επίσης γνωστό για τις πολύ δυνατές ταινίες που παράγει. «Το τάμα» (Santitos), του Αλεχάντρο Σπρίνγκαλ, είναι μια από αυτές. Μέσα σε ένα σενάριο του Μαρία Αμπάρο Εσκαντόν, που θα θύμιζε ίσως και Αλμοδοβάρ, ο Σπρίνγκαλ στήνει ένα πορτρέτο μιας μάνας, της Εσπεράντζα (=Ελπίδας), που αναζητά τη χαμένη της κόρη, που έχει πεθάνει από μια άγνωστη αρρώστια. Η Εσπεράντζα πιστεύει στα θαύματα και μέσα από ένα θαύμα του Αγίου Ιούδα αναζητά την ελπίδα.
Η Αργεντινή στα χρόνια της δικτατορίας μας είναι γνωστή από τις ταινίες του Κάρλος Σάουρα κυρίως, όπου το καθεστώς υπάρχει πάντα έστω και ως σκιά, ακόμα και σε ιστορίες αγάπης. Το Γκαράζ Ολίμπο (Garage Olimpo), του ιταλικής καταγωγής Μάρκο Μπέκις, που γεννήθηκε στο Σαντιάγκο της Χιλής και μεγάλωσε στο Μπουένος Άιρες, μας μεταφέρει ακριβώς στο Μπουένος Άιρες, στα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας. Η ταινία κέρδισε τον Αργυρό Αλέξανδρο.
Το Τζόνι (Johnny), του Καναδού Καρλ Μεσάι, γυρίστηκε σύμφωνα με το Δόγμα ’95, που πρόφτασε και έγινε μόδα ακόμα και πέραν του Ατλαντικού. Ο Τζόνι είναι ο αρχηγός μιας συμμορίας περιθωριακών που περιπλανώνται στους δρόμους του Τορόντο. Στα χέρια του βρίσκεται μια μέρα μια μηχανή βίντεο και ο Τζόνι αρχίζει να σκηνοθετεί τους συντρόφους του, συγχέοντας τα όρια μεταξύ της πραγματικότητας και της παράξενης αυτής σκηνοθεσίας. Καταφέρνει μάλιστα να ασκεί μια χειραγώγηση πάνω τους που φτάνει πολλές φορές στα όρια της βίας. Η ταινία είναι ταυτόχρονα ένα σχόλιο πάνω στην εξουσία και πάνω στον κινηματογράφο. Ο Μεσάι βρίσκει την ευκαιρία έτσι να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα καταγραφής της εικόνας, και το φιλμ και το βίντεο.
Χώμα και νερό, η καινούργια ταινία του Πάνου Καρκανέβατου, η μια από τις δύο ελληνικές του Διεθνούς Διαγωνιστικού. Ο Καρκανέβατος, με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, αφηγείται ένα μύθο μεταφυσικό πάνω σε καμβά ρεαλιστικό που αποτελεί μια σύγχρονη ιστορία αγάπης. Ο Νικόλας (Γιώργος Καραμίχος) είναι ένας λυράρης που παρατάει τη λύρα και το χωριό του για το κυνήγι ενός άπιαστου ονείρου στη μεγαλούπολη. Τον ακολουθεί η Κωνσταντίνα (Φωτεινή Παπαδόδημα) που είναι ερωτευμένη μαζί του. Εκείνος μπλέκει στον υπόκοσμο και συμμετέχει σε κύκλωμα που μεταφέρει νεαρές γυναίκες από τη Ρωσία που και αυτές κυνηγούν το όνειρο της μεγαλούπολης, αλλά καταλήγουν και αυτές στην πορνεία. Έτσι ο Νικόλας γνωρίζει την Έλενα (πολύ καλή η Λένα Κιτσοπούλου) και…
Όπως διηγούμαι την ιστορία θα νομίζετε ότι πρόκειται για ένα μελόδραμα. Ο Καρκανέβατος όμως το παραβλέπει και μας οδηγεί σε μια εσωτερική πορεία των ηρώων μάλλον. Τα ερωτήματα για τη ζωή και το θάνατο, την αγάπη και το Θεό, περικυκλώνουν την αφήγηση και μπορεί ο σκηνοθέτης και οι ήρωες να αδυνατούν να δώσουν μια σαφή απάντηση, αλλά καταφέρνουν να μας δώσουν λίγη από τη συγκίνησή τους.
Ας πούμε ότι ένα παρεμφερές θέμα έχει και η ταινία Διασταύρωση (Torowisko), της Ούρσουλα Ουρμπάνιακ, από την Πολωνία. Η Μαρία, μια κοπέλα συνεσταλμένη, με κοριτσίστικα όνειρα, δουλεύει σε ένα φυλάκιο των σιδηροδρόμων, συντροφιά με ένα σαλό που την «προστατεύει». Η φίλη της, Κρίστινα, είναι «ξεβγαλμένη» και ξανθιά, έχει όποιον άντρα θέλει από τους λίγους που κυκλοφορούν σε αυτή την ερημιά. Η σχέση των δύο γυναικών, ο ερωτικός ανταγωνισμός αλλά και η φιλία αρμόζει την ταινία που είναι στην πραγματικότητα ένα πορτρέτο της Μαρίας.
Η Ουρμπάνιακ κινηματογραφεί σχολιάζοντας και οι πρωταγωνίστριές της, ιδιαίτερα η Καρολίνα Ντράιζνερ (Μαρία), λειτουργούν μέσα σε αυτό το σχόλιο που δεν προδίδει όμως και τους χαρακτήρες. Η προσπάθεια της Μαρίας να γίνει πιο ελκυστική για τους άντρες, αλλά και η Κριστίνα που αναγκάζεται τελικά να αναζητήσει την ασφάλεια στηρίζουν δραματουργικά τη συμπαθητική αυτή ταινία που αγνοήθηκε στα βραβεία.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΦΥΓΗ
Απαρατήρητος όμως δεν πέρασε ο Ονειροκυνηγός (The dream catcher), του ανεξάρτητου Εντ Ράντκε, από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και μπορεί η Κριτική Επιτροπή να μην έδωσε παρά μόνο δύο ειδικές μνείες, μία για τον πρωταγωνιστή, Πάντι Κόνορ, και μία για το διευθυντή φωτογραφίας, Τέρι Σπέισι, αλλά η ταινία έκανε τις δικές της εντυπώσεις στο πολυπληθές, νεανικό κυρίως, κοινό που την παρακολούθησε.
Ένα σύγχρονο ρόουντ μούβι που μας ταξιδεύει σε μια Αμερική που λίγη σχέση έχει με εκείνη τη καλογυαλισμένη που βλέπουμε στο Χόλιγουντ. Δύο παιδιά, ο Φρέντι και ο Άλμπερτ, ταξιδεύουν αναζητώντας κάποιο συγγενή, ένα θείο ή μια μάνα που το μόνο της ίχνος είναι μια καρτποστάλ. Το ταξίδι οδηγεί τα παιδιά σε μια ταραγμένη ενηλικίωση και μια ξεχαρβαλωμένη αυτογνωσία. Ο Ράντκε δεν εξιδανικεύει τους ήρωές του και τους οδηγεί σε ένα κάποιο τέλος του ταξιδιού, όπου η διάψευση γεννά μια νέα φυγή.
Την ιστορία μιας οικογένειας παρουσιάζει η ταινία Ποιος μαδάει το φεγγάρι; (Qui plume la lune?), της Κριστίν Καριέρ, από τη Γαλλία. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας Ζαν Πιέρ Νταρουσέν εντυπωσίασε την Κριτική Επιτροπή και του έδωσε το βραβείο α΄ ανδρικού ρόλου. Η Σουζάν και η Μαρί είναι δύο αδελφές που όταν πεθαίνει η μητέρα τους φροντίζουν τον απαρηγόρητο πατέρα τους. Η ζωή συνεχίζεται και οι διαμάχες, μαζί με την εφηβεία, χωρίζουν την οικογένεια που στο τέλος παρά τις δυσκολίες ενώνεται. «Πάντα θεωρούσα ότι μέσα στην οικογένεια ολοκληρώνομαι ως άνθρωπος», λέει η Καριέρ και συμπληρώνει, «ο κοινωνικός περίγυρος των χαρακτήρων, η γλυκιά τρέλα που κουβαλούν, όλα αυτά προέρχονται από πράγματα που έχω ζήσει».
Το Peppermint, του Κώστα Καπάκα, που σάρωσε τα Κρατικά Βραβεία, ήταν η δεύτερη ελληνική συμμετοχή στο φετινό Φεστιβάλ. Μια ταινία νοσταλγική για τη δεκαετία του ’50 και μια ματιά πάνω στα παιδικά χρόνια, η ταινία του Καπάκα ήταν μια από τις πιο πολυσυζητημένες καθώς η άψογη παραγωγή της δεν είναι και τόσο συνηθισμένη τελικά για τα ελληνικά δεδομένα.
Μόνο όμως η άψογη παραγωγή δε φτάνει για να επιβιώσει κινηματογραφικά μια ταινία που εν προκειμένω παγιδεύεται στα καλλιγραφικά και ανεκδοτολογικά της στοιχεία. Παρόλα αυτά ο Καπάκας έχει και τα επιτεύγματά του, όπως είναι οι ερμηνείες, πολύ καλή η Άννυ Λούλου, πολύ καλά και τα παιδιά που εμφανίζονται, όπως είναι και το σενάριο που ως ένα σημείο σε παρασέρνει σε μια εποχή γνωστή στο ελληνικό -κυρίως τον παλιό- κινηματογράφο. Οικογενειακές διακοπές, εφηβικά πάρτι, νεανικοί έρωτες συνθέτουν ένα παζλ από τη ζωή του Στέφανου που από μικρός αγαπά τα αεροπλάνα και την ξαδέλφη του.
Το Πίτσα κίνγκ (Pizza king) είναι μια ταινία από τη Δανία, αλλά και για ένα φαστφουντάδικο, στέκι μιας ομάδας νέων κακοποιών, μεταξύ αυτών του Γιούνες και του Μπόμπι. Επηρεασμένος από το Σκορσέζε, ο Όλε Κρίστιαν Μάντσεν, ο σκηνοθέτης της ταινίας, παίρνει την κάμερα στο χέρι και περιπλανιέται στους κακόφημους δρόμους της Κοπενχάγης. Η «μεγάλη μπάζα» και ο έρωτας που έρχεται για το Γιούνες προσφέρουν ένα πρώτης τάξεως υλικό για μια γκανγκστερική ταινία, αλλά ο Μάντσεν καταγράφει επίσης τη ζωή των περιθωριακών από τους οποίους κάποιοι έχουν επιπλέον και το στίγμα του μετανάστη.
ΜΑΓΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΝΑ
Ο Ζανγκ Γιάνγκ, από την Κίνα, έφερε στο Φεστιβάλ τα Δημόσια λουτρά (Xizahao) και πήρε το Χρυσό Αλέξανδρο, το μεγάλο βραβείο της Θεσσαλονίκης, κατά ευτυχή σύμπτωση δε, πήρε και το βραβείο κοινού. Δίκαιη αυτή σύμπνοια καθώς ήταν από τις ωραιότερες ταινίες που είδαμε στη Θεσσαλονίκη και δείχνει ότι η πορεία του κινέζικου κινηματογράφου δεν είναι ένα πυροτέχνημα, ούτε μια υπόθεση που αφορά μόνο το Γιμού ή τον Κάιγκε.
Ο πατέρας διατηρεί ένα βαλανείο (χαμάμ), κάπου στα προάστια του Πεκίνου και ζει μαζί με το μικρό του γιο που πάσχει από νοητική στέρηση. Δεν υστερεί καθόλου σε διαίσθηση και «γράφει» στο μεγάλο του αδελφό, που ζει σε μια μεγαλούπολη του Νότου, ότι ο πατέρας τους πέθανε. Έτσι ερμηνεύει το σκίτσο ενός νεκρού που του στέλνει και ο μεγάλος αδελφός επιστρέφει. Γυρίζοντας βρίσκει τον πατέρα του μια χαρά, αλλά και ανακαλύπτει μιαν απλούστερη ζωή και την αληθινή αγάπη που ο πατέρας του έχει για τη δουλειά του και το μικρό του αδελφό. Ο Γιανγκ κινηματογραφεί με δεξιοτεχνία μια ταινία με πάρα πολύ χιούμορ και στιγμές μεγάλης συγκίνησης, με στέρεους χαρακτήρες και ολοκληρωμένες ερμηνείες που μάγεψαν και το κοινό και την Κριτική Επιτροπή.
Ο Ανθρώπινος παράγοντας (Ressources humaines), η ταινία του Λοράν Καντέ, από τη Γαλλία, είναι μια ταινία για το 35ωρο. Ο Φρανκ, τελειόφοιτος της διοίκησης επιχειρήσεων, πιάνει δουλειά στο εργοστάσιο που για 30 χρόνια εργάζεται ο πατέρας του. Τον εντάσσουν στο γραφείο προσωπικού και αναλαμβάνει να εκπονήσει σχέδιο εφαρμογής του 35ωρου. Εκεί όμως που νομίζει ότι έχει κερδίσει τη συμπάθεια του διευθυντή, ανακαλύπτει ότι η εργοδοσία του ζητάει να πληρώσει ένα βαρύ τίμημα υποταγής, κατά την εφαρμογή του μέτρου ο πατέρας του πρέπει να απολυθεί.
Δυστυχώς η ταινία δεν ξεφεύγει από τη γνωστή αριστερή συνθηματολογία με αποτέλεσμα να αποδυναμώνει την όντως ενδιαφέρουσα πλοκή μέσα σε μια σχηματική ανάπτυξη των χαρακτήρων. Οι ήρωες δεν είναι παρά τύποι: ο διευθυντής, ο συνδικαλιστής, ο ασυνειδητοποιημένος εργάτης, ο αδιάφορος εργάτης, ο επαναστάτης νέος κ.λπ. Αυτή η τυπολογία όμως δεν αρκεί να στηρίξει μια ταινία, για αυτό και η προσπάθεια του Καντέ μένει μετέωρη. Ο σεναριογράφος, Ζυλ Μαρσάν, μοιράστηκε εξ’ημισείας το βραβείο σεναρίου με τον Άτεφ Χετάτα που έγραψε τις Κλειστές πόρτες.
Κωνσταντίνος Μπλάθρας
ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
40ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ