ΠΙΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΚΙ ΑΠΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ
(STRANGER THAN FICTION)
Σκηνοθεσία: Μαρκ Φόρστερ
Παίζουν: Γουίλ Φέρελ, Μάγκι Τζίλενχαλ, Ντάστιν Χόφμαν, Έμα Τόμσον, Κουίν Λατίφα, Λίντα Χαλς, Τομ Χαλς
Διάρκεια: 113’
Δεν είναι κλισέ: τα πάντα έχουν ειπωθεί. Κι αυτό δημιουργεί προβλήματα σε όλες τις τέχνες – ιδίως στην 7η. Πώς μπορεί μια ταινία να ξεχωρίσει (με την καλή έννοια) από τις υπόλοιπες; Μα, είτε αφηγούμενη μια από τις (λίγες) βασικές ιστορίες με νέο, έξυπνο τρόπο είτε εκμεταλλευόμενη μιαν πρωτότυπη ιδέα. Προσοχή: από μόνη της η πρωτότυπη ιδέα δεν φτάνει. Χρειάζεται κι αυτή την κατάλληλη διαχείριση για να μην χαντακωθεί…
Το «Πιο παράξενο κι από παράξενο» είναι το ανάλογο του «Truman Show» για τον 21ο αιώνα (άρα, κατά μία έννοια, το… έργο το έχουμε ξαναδεί). Και είναι μία από τις πιο ευφυείς, γλυκές και υπέροχες ταινίες από αυτές με τις οποίες συναντηθήκαμε στην τρέχουσα κινηματογραφική σεζόν…
Ο Χάρολντ Κρικ είναι εφοριακός υπάλληλος. 40somenthing και μόνος, ζει μια απίστευτα ρουτινιάρικη ζωή. Που, όμως, πρόκειται να αλλάξει άρδην μια συγκεκριμένη Τετάρτη. Είναι τότε που θα ακούσει τη φωνή της. Μια γυναικεία φωνή που ακούει μόνον ο Χάρολντ και αφηγείται κάθε τι που κάνει, λίγο αφού το κάνει! Ο Χάρολντ είναι εκνευρισμένος με την κατάσταση αλλά την συνηθίζει. Όταν, όμως, ακούει τη φωνή να του «λέει» σε τρίτο πρόσωπο πως «ο Χάρολντ Κρικ δεν ήξερε πως σε λίγο θα πεθάνει», τον ζώνουν τα φίδια! Κάποιος-α αφηγείται τη ζωή του ωσάν να ήταν μυθιστόρημα! Μήπως ο Χάρολντ είναι σχιζοφρενής; Τι ρόλο μπορεί να παίζει η διάσημη συγγραφέας, Κέι Άιφελ σε σχέση με την κατάστασή του; Μπορεί ο έρωτάς του για την ασυμβίβαστη φουρνάρισσα, Άννα Πασκάλ, να αλλάξει τη ζωή του; Και εντέλει, πόση ζωή του απομένει; Μήπως ήρθε η ώρα να… πεθάνει;
Τι να πρωτοπείς για αυτήν την ταινία; Κάθε πλάνο επιδέχεται ανάλυσης και θαυμασμού… Εν αρχή είναι ο λόγος – η ταινία ξεκινάει με πλάνο μέσα από το στόμα του πρωταγωνιστή! Αν επιχειρήσουμε να κάνουμε την ανατομία της ταινίας και να φτάσουμε στην καρδιά της, θα πέσουμε στο «αν δεν μπορείς να ζήσεις τη ζωή σου, τουλάχιστον μην την εξευτελίζεις»… Ή κάπως έτσι… Από εκεί και πέρα, αναφορές και επίπεδα να δουν τα μάτια σου! Από τα μαθηματικά (όλοι οι ήρωες έχουν επίθετα γνωστών μαθηματικών) μέχρι τους… Beatles (το… πράσινο μήλο, η αλά Abbey Road διάσχιση του δρόμου), από το «Νόημα της ζωής» των Μόντι Πάιθον μέχρι το «Ένας άντρας και μια γυναίκα» του Κλοντ Λελούς, από τον «Πρωτάρη» μέχρι τον Ζακ Τατί και από τον Ίταλο Καλβίνο μέχρι τον… Τσάρλι Κάουφμαν! Μόνο που, εδώ, η παραδοξότητα του σεναρίου δεν οδηγεί σε εξτρεμισμούς: είναι η καρδιά που αιματώνει τον εγκέφαλο/ δεν είναι ο εγκέφαλος ο «μεγάλος δικτάτορας»…
Το καταπληκτικό με το συγκεκριμένο φιλμ είναι ότι δίνει τροφή για σκέψη. Μπορείς να επιχειρήσεις 1269 διαφορετικές προσεγγίσεις της. Μετά τη θέασή της θέλεις οπωσδήποτε να μιλήσεις γι’ αυτήν, να συζητήσεις με άλλους που την είδαν, να ανταλλάξετε απόψεις, να «ψήσεις» και άλλους να την δουν…
Κατά μία έννοια, ανάλογη προβληματική είχε και ο Γούντι Άλεν σε μια άλλη (αποτυχημένη πάντως) ταινία όπου πρωταγωνιστούσε ο (πάρα πολύ καλός εδώ) Γουίλ Φέρελ: είναι η ζωή (μας) κωμωδία ή τραγωδία; Έλα μου ντε! Το σίγουρο είναι ένα: «That’s entertainment»! Στην καλύτερη εκδοχή της… Και παρά το… αισιόδοξο φινάλε…
Θόδωρος Γιαχουστίδης
Αξιολόγηση: **** (4)
------------------------------------------
Τι σόι ταινία είναι αυτή, όπου ο πρωταγωνιστής ακούει το voice over που αφηγείται τη ζωή του, για να μετατραπεί σε α λα Πιραντέλο πρόσωπο που... διαθέτει συγγραφέα αλλά δε μπορεί να τον εντοπίσει; Πώς μπορεί μια φαινομενική συγγένεια με το «Truman Show» να συνδυάζεται με κρυμμένα μαθηματικά παιχνίδια τύπου Γκριναγουέι, αλλά πάνω απ’ όλα με την προβληματική της ηθικής του δημιουργού που παρουσιάζει εκλεκτικές συγγένειες με το «Βαριετέ» του Παναγιωτόπουλου; Ας μείνουμε στο τελευταίο: πριν από είκοσι χρόνια και βάλε, ένα μυθοπλαστικό alter ego (Βαγγέλης Γερμανός) θα συναντούσε τον δημιουργό του (Νικήτας Τσακίρογλου) σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό και θα τον επέκρινε για τις δραματουργικές επιλογές του. Ίσως σαν εκδίκηση, ίσως για να αποφύγει ο ίδιος την αυτοκτονία, ο σκηνοθέτης θα κατέληγε να τον σκοτώσει, παρόλο που λίγο πριν είχε αναρωτηθεί εάν το να «σκοτώνεις τα πλάνα» (το μοντάζ, δηλαδή) είναι ανήθικο. Σας μοιάζουν όλα αυτά με ανώδυνα λογοπαίγνια; Έστω, όμως η ίδια η ιστορία της φιλοσοφίας έχει βασιστεί σε αυτά, κι αν το σινεμά θέλει να τη μιμηθεί ίσως πρέπει να παίξει το ίδιο «επιφανειακά» με τις εικόνες. Ο Φόρστερ, σκηνοθέτης του «Πιο παράξενο κι από παράξενο», μοιάζει να έχει κάτι τέτοιο κατά νου, γι’ αυτό και σκηνοθετεί μια ιστορία φύσει υπερρεαλιστική ως ρεαλιστικό φιλμικό γεγονός. Την ίδια στιγμή, έχει όλη την άνεση να επιδοθεί σε ένα απολαυστικό σεξ με το μυαλό του θεατή, έστω κι αν δεν ξέρει... πώς να ολοκληρώσει.
Κωνσταντίνος Σαμαράς