ΣΙΝΕΜΑ INFO.GR. Ένα website αφιερωμένο στον κινηματογράφο.
47o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΧΙΚΗ | ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ | ΤΑΙΝΙΕΣ | ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ | ΗΘΟΠΟΙΟΙ | ΝΕΑ
ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

47o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ανταποκρίσεις του Γιάννη Φραγκούλη

ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ

Από την δεύτερη κιόλας μέρα του Φεστιβάλ ξεκίνησαν οι ελληνικές ταινίες να ταξιδεύουν από οθόνη σε οθόνη. Ολύμπιον, Τώνια Μαρκετάκη, Βακούρα 2, οι αίθουσες που πρόβαλλαν τις ταινίες των Ελλήνων σκηνοθετών. Αυτές είναι και οι αίθουσες που τράβηξαν και τον περισσότερο κόσμο, επειδή το κοινό της Θεσσαλονίκης θέλει να δει τι κινείται στον ελληνικό κινηματογράφο.

Με μια παλιά ταινία του Σταύρου Τσιώλη, «Ο μικρός δραπέτης» (1968), ξεκίνησαν οι προβολές. Και με αυτή την ταινία ξεκίνησε η δεύτερη περίοδος του Τσιώλη, η πρώτη του ήταν όταν έκανε ταινίες με το Φίνο. Συγχρόνως, ξεκινά μια νέα περίοδος της ελληνικής κωμωδίας, εντελώς διαφορετική από αυτή έτσι όπως καθορίστηκε από το Σακελλάριο, το Δαλιανίδη κ.ά.(βλέπε την προδημοσίευση του βιβλίου «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο 1948-1970», του υπογράφοντος, στο cinemainfo). Ένας άλλος παλιός γνώριμος, ο Νίκος Περάκης, έκανε το ριμέικ του «Λούφα και παραλλαγή», αυτή τη φορά το ονομάζει «Λούφα και παραλλαγή: σειρήνες στο Αιγαίο» και είναι, κατά κάποιο τρόπο η συνέχεια της πρώτης ταινίας, η οποία αγαπήθηκε πολύ από το κοινό. Η δεύτερη ταινία έχει ήδη βγει στις αίθουσες, έχει κάνει τον κύκλο της, πήγε καλά στο ελληνικό box office, όμως οι περισσότεροι κριτικοί τη χαρακτήρισαν ότι ήταν κατώτερη των προσδοκιών που ενέπνεε η πρώτη του ταινία, νομίζω πολύ δικαίως. Πάντως ήταν αφορμή να γίνει, η πρώτη του ταινία, σήριαλ στην τηλεόραση. Στη δεύτερη, δυστυχώς δε λειτουργεί το χιούμορ όπως στην πρώτη, έχει χάσει τη φρεσκάδα του ο Περάκης και δεν ξέρει το θέμα του τόσο καλά όσο στην πρώτη του δουλειά.

Μια ακόμη τηλεοπτική δουλειά, σε σκηνοθεσία των Νίκου Καβουκίδη και Γιώργου Μιχαλόπουλου, «Απόστολος και μόνος», βασισμένη στο ομώνυμο σήριαλ, δεν καταφέρνει να σπάσει τους κώδικες της τηλεοπτικής αφήγησης και δεν προσεγγίζει τον κινηματογράφο. Πολύ καλός ο Μιχαλόπουλος, σαν ηθοποιός, αλλά δεν μπορεί να τραβήξει πάνω του όλη την ταινία. Ο Γιάννης Οικονομίδης έφερε την ταινία του πέρυσι στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου παρουσιάστηκε σαν ταινία έκπληξη. Την είδαμε τότε, όπως και στην αβάν πρεμιέρ που έκανε στην Αθήνα. Η αντίδραση του κοινού στην αβάν πρεμιέρ ήταν καθοριστικής σημασίας για να αποσύρει η εταιρεία διανομής την υπογραφή της. Στις Κάννες που πήγε δεν είχε και εκεί καλύτερη τύχη. «Η ψυχή στο στόμα», αυτός είναι ο τίτλος της ταινίας, κορυφώνει την ένταση και την κρατά εκεί συνέχεια. Κάτι ανάλογο είχε κάνει στο «Σπιρτόκουτο», εκεί όμως αυτή η συνεχής ένταση δεν ενοχλούσε τόσο πολύ. Σε αυτή εδώ τη δουλειά του Οικονομίδη παρατηρούμε ότι το θέμα του χάνει το ενδιαφέρον του πολύ γρήγορα. Ο πρωταγωνιστής δοκιμάζεται στο σπίτι και στη δουλειά του, κάποια στιγμή σπάει, όμως η αντίδρασή του είναι μηδαμινή και, τελικά, σκοτώνει το μόνο άνθρωπο που, έστω και λίγο, του έχει συμπαρασταθεί.

Παλιομοδίτικος κινηματογράφοςστην ταινία «Το πέρασμα», του Δημήτρη Σταύρακα, θέμα της οι λαθρομετανάστες και τα δράματα που κρύβονται πίσω από την προσωπική τους ιστορία. Η φωνή του αόρατου αφηγητή, η πολύ κακή εκφώνηση, η εμμονή να δείχνει ο φακός αυτά που ο αφηγητής λέει ή να μη δείχνει το αυτονόητο, δηλαδή να μη λειτουργεί αφαιρετικά, η πολύ κλασική αφήγηση, κάνουν την ταινία να επιστρέψει στον κινηματογράφο της δεκαετίας του 1950, προσεγγίζοντας το νεορεαλισμό, αλλά η αφήγησή της χάνει όλη της τη δύναμη. Πάλι με τους λαθρομετανάστες, η ταινία «Ικέτες», του Σταύρου Ιωάννου, ένα ντοκιμαντέρ, γυρισμένη στην Εύβοια, ελάχιστα δραματοποιημένο, καθαρά τηλεοπτικό, ξεπερνώντας ελάχιστα τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ, δύσκολα θα μπορούσαμε να το κατατάξουμε στις ταινίες ντοκιμαντέρ, μπορούμε όμως να πούμε ότι είναι ένα ικανοποιητικό τηλεοπτικό έργο.

Από τις ξένες ταινίες, η ταινία «Khadak», συμπαραγωγή Βελγίου-Γερμανίας-Ολλανδίας, των Peter Brosens και Jessico Woodworth, αφηγείται μια περίοδο από τη ζωή των νομάδων στη Μογγολία. Εξωτικό το τοπίο, όμως δεν είναι αυτό που μαγεύει, αλλά οι πολύ απλές και λιτές ηθοποιίες που, αφαιρετικά, μας λένε αυτό που τελικά θα δυναμώσει η εικόνα, μπαίνοντας βαθιά μέσα στο θέμα. Η αφήγηση, πάντως, ξεπερνά την απλή περιγραφή και πάει σε μια πολιτική καταγγελία όταν μιλά για την αυταρχισμό των Αρχών που θέλουν να καταστρέψουν τη ζωή των νομάδων. Η «Suely in the sky», του Karim Ainouz, συμπαραγωγή Πορτογαλίας-Γαλλίας-Γεμανίας-Βραζιλίας, μας μεταφέρει στη Βραζιλία όπου μια νεαρή μητέρα επιστρέφει στην πόλη που γεννήθηκε, περιμένει τον άντρα της, οποίος δε θα έρθει ποτέ. Θα αποφασίσει να δει τον εαυτό της σαν εμπόρευμα και να κερδίσει έτσι λεφτά για να φτιάξει τη ζωή της. Πολύ δυνατό αδιέξοδο των χαρακτήρων που λειτουργεί στην ταινία με το φακό να μπαίνει μέσα στα πρόσωπα, μέσα στο δικό τους χώρο και να ερευνά για να μπορέσει να φτιάξει μια αναπαράσταση του κόσμου.

Παρόμοιο θέμα είχε και η ταινία της Agnes Kocsis, ούγγρικη παραγωγή. Η «Fresh air» μας περιγράφει την ιστορία δύο αδελφών της Βιόλα και της Άντζελα, ζουν στο ίδιο σπίτι, οι ζωές τους όμως είναι εντελώς διαφορετικές. Η Βιόλα είναι καθαρίστρια σε κοινόχρηστες τουαλέτες, για αυτό το λόγο η Άντζελα δε θέλει να έχει σχέση μαζί της. Η Βιόλα προσπαθεί να βρει έναν άντρα για να μοιραστεί τη ζωή της μαζί του, η αδελφή της απασχολείται μόνο με το σχολείο της και τις φίλες της. Το χάσμα διευρύνεται, με πολύ καλό τρόπο η σκηνοθέτιδα ρίχνει γέφυρες για να υπάρξει μια κάθαρση στο τέλος και να βρεθεί μια κάποια ισσοροπία. H ταινία «Barren lives», Βραζιλία, του Nelson Pereira dos Santos, μας φέρνει στο νου της ταινίες της ιαπωνικής κλασικής περιόδου, με πολύ ελλειπτικό τρόπο, η ταινία διηγείται την απελπιστική ζωή μιας οικογένειας η οποία φεύγει διωγμένη από ένα λιμό. Σε ένα μέρος όπου καταφεύγουν δε θα μπορέσουν να βρουν αυτό που θέλουν, για να ακολουθήσουν μια απέλπιδη πορεία προς το άγνωστο. Ο σκηνοθέτης είναι ένας από τους βασικούς του βραζιλιάνικου κινηματογράφου, έχει περάσει σχεδόν από όλα τα στάδιά του, έχει κάνει ταινίες με πολύ μεγάλη επιτυχία.

Πολύ στρατευμένη μου φάνηκε η ταινία του Radu Muntean, «The paper will be blue», ρουμάνικη παραγωγή. Μιλά για την εποχή Τσαουσέσκου, αλλά με έναν κραυγαλέο τρόπο, κρατώντας μια μονόπλευρη οπτική. Δεν αφήνει την άλλη άποψη να εκφρασθεί. Αντίθετα, η ταινία του Zhou Xiaowen, «The common people», Κίνα, μας μιλά για τα άτομα που πάσχουν με εγκεφαλική παράλυση. Πολύ γρήγορα ξεφεύγουμε από την προσωπική τους τραγωδία, τα βλέπουμε σαν άτομα που έχουν τα ίδια διακαιώματα στη ζωή με όλα τα άλλα, κάνει μια πολύ αυστηρή κριτική στην κυβέρνηση της Κίνας που δεν μεριμνά, κυρίως οικονομικά, για αυτά τα άτομα που είναι 60 εκατομύρια σε όλη την Κίνα. Πολύ δυνατή αφήγηση, προοδευτικά αλλάζει και γίνεται μια καταγγελία που, στις δύο ιστορίες οι οποίες απαρτίζουν την ταινία, δε λειτουργεί δεικτικά.

Θα κλείσουμε με την ελληνική κωμωδία «Πέντε λεπτά ακόμα», του Γιάννη Ξανθόπουλου, μια κωμωδία που θα μπορούσε να είναι κριτική ηθών, αν κατάφερνε να επικεντρώσει στους χαρακτήρες, να μπει μέσα και να ανατρέψει και να καυτηριάσει τη δομή τους. Δεν κάνει όμως τίποτε από όλα αυτά για αυτό αποτυχαίνει. Η ταινία «Avida», των Benoit Delepine και Gustave Kervern, γαλλική παραγωγή, μας μιλά με πολύ δυνατό τρόπο για τις διαφορές μεταξύ των φτωχών και των πλουσίων, μεταφέροντας τις ίδιες αξίες στα ζωά, κάνοντας μια πιο ωμή αφήγηση. Όμως όλη η ταινία έχει εξαντληθεί και θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν μια πολύ καλή ταινία μικρού μήκους.

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2006 Γιάννης Φραγκούλης

 

Το www.cinemainfo.gr είναι ένα website αφιερωμένο στην κινηματογραφική τέχνη και τους συντελεστές της. Μια δημιουργία του www.internetinfo.gr

2006 © www.CINEMAINFO.GR