47o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ
Δύο αφιερώματα και δύο τιμητικές βραδιές σε Έλληνες σκηνοθέτες έγιναν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Τα δύο αφιερώματα στο Δήμο Θέο και στο Σταύρο Τσιώλη μας έθεσαν ένα βασικό ερώτημα: γιατί δύο αφιερώματα σε δύο Έλληνες σκηνοθέτες, στην ίδια διοργάνωση, με δεδομένο τη μεγάλη σπουδαιότητα και των δύο; Μήπως θα έπρεπε να γίνει μόνο σε έναν και παράλληλα να διοργανωθεί μια ημερίδα που θα διερευνά το έργο τους πιο αναλυτικά; Αφήνουμε αυτό τον προβληματισμό, ο οποίος έχει να κάνει με το γιγαντισμό του Φεστιβάλ, για να αναφερθούμε σε αυτές τις δύο εξέχουσες προσωπικότητες.
Ο ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΣ
«Σαν κάποιος που πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στην Κατοχή και τον Εμφύλιο, φυσικό ήταν να στοιχειωθεί η μνήμη μου από τους νεκρούς! Όλες μου οι ταινίες αναφέρονται σε νεκρούς. Τόσο οι διάσημοι όσο και οι ανώνυμοι, οι νεκροί (εννοούνται οι ψυχές τους) ως ταξιδευτές του άπειρου απαιτούν από τους επιζώντες να ανταποκριθούν στο πανάρχαιο έθιμο του ενταφιασμού. Και φυσικά αυτό προσπάθησα να εκφράσω.» Με αυτά τα λόγια του ίδιου του Δήμου Θέου μπορούμε να έχουμε μια πλήρη εικόνα του έργου του, σαν πνευματική και υλική υπόσταση.
Γεννήθηκε το 1935 στην Καρδίτσα. Μετά την αποφοίτησή του από τη σχολή Σταυράκου θα εργαστεί ως βοηθός σκηνοθέτης και διευθυντής παραγωγής σε διάφορες ταινίες του εμπορικού κινηματογράφου. Το 1963 θα δραστηριοποιηθεί σε μια μεγάλη ομάδα που θα καταγράψουν τα επίκαιρα, κάνοντας τα αντι-επίκαιρα, ένα σχέδιο που δεν κράτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Από αυτό όμως το υλικό θα διαμορφωθεί η πρώτη του προσωπική δουλειά, «Εκατό ώρες του Μάη». Με αυτή την ταινία μικρού μήκους θα ξεκινήσει ο πολιτικός κινηματογράφος στην Ελλάδα, σα συνειδητοποιημένη καταγραφή και καταγγελία. Στα τέλη του 1966 θα ξεκινήσει τα γυρίσματα της πρώτης του ταινίας μεγάλου μήκους, το «Κιέριον». Συνολικά θα κάνει πέντε ταινίες, συμπεριλαμβανομένης και της μικρού μήκους και πολλές τηλεοπτικές δουλειές.
Ο Θέος δεν είναι μόνο σκηνοθέτης, ή καλύτερα κινηματογραφιστής, αφού έχει περάσει από όλα τα στάδια της κινηματογραφικής παραγωγής. Είναι και θεωρητικός του κινηματογράφου, αλλά και δάσκαλος, αφού δίδασκε επί σειρά ετών στη σχολή Χατζίκου κινηματογράφο. Παράλληλα είναι και μελετητής του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, το οποίο το αναλύει σε σχέση με το σύγχρονο δυτικό πνεύμα, σε πολλές εργασίες του, δημοσιευμένες σε περιοδικά, ελληνικά και ξένα, και σε βιβλία. Έχει διαμορφώσει και έχει επηρεάσει βαθύτατα μια γενιά κινηματογραφιστών, πολλοί εκ των οποίων τον αναγνωρίζουν σα δάσκαλό τους. Όπως θα δούμε παρακάτω, οι θεωρητικές του αναζητήσεις είναι ένα μέρος της πρώτης ύλης για να κάνει τις ταινίες του. Το φιλμικό έργο συσχετίζεται με το φιλοσοφικό.
ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ
Στις ταινίες του ο Εμφύλιος και η Κατοχή είναι ένα μέρος του υλικού για να δομήσει το αφηγηματικό του έργο. Αν έμενε σε αυτά τα ερεθίσματα, τότε θα μιλάγαμε για μια ακόμη περίπτωση καλού, ελληνικού κινηματογράφου, ποιοτικού και πολιτικού. Ξεπερνά όμως αυτά τα περιθώρια, ψάχνει και βρίσκει το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, συνδιαλέγεται με το ευρωπαϊκό πνεύμα, σύγχρονο κα παλιότερο, όλα αυτά τα στοιχεία, επεξεργασμένα, μας δίνουν ένα νέο κόσμο, τη δημιουργία του σκηνοθέτη, ουσιαστικά ένα φιλοσοφικό έργο. Αν διαβάσει κανείς τα βιβλία του, ειδικά αυτά που αναφέρονται στην αισθητική και το φορμαλισμό, αν δει, κατόπιν, τις ταινίες του, τότε θα παρατηρήσει ότι δεν υπάρχει αυτή η ασυνέχεια του θεωρητικού και του κινηματογραφικού λόγου. Αυτό είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό ενός δημιουργού (εδώ με όλη τη σημασία του όρου) που δεν προδίδει την αναλυτική του σκέψη όταν κάνει σύνθεση.
Μιλήσαμε για το πώς έγινε η πρώτη του ταινία, «Εκατό ώρες του Μάη». Ο ίδιος ο Θέος θα πει για την ταινία του ότι «μέσα στην αλαμπουρνέζικη κοινωνία, όπως εκείνη στις δεκαετίες 1950-1970, περίοδος κατά την οποία ο χαζοχαρούμενος κινηματογράφος της Φίνος Φιλμ βρισκόταν στο ζενίθ του, η ταινία «Εκατό ώρες του Μάη» συνιστά μια εξέγερση. Ερχόταν να θέσει τα δάχτυλα επί των τύπων των ήλων. Φυσικά η ταινία απαγορεύτηκε. Χρειάστηκε να περάσουν περίπου δεκαπέντε χρόνια για να μπορέσει, μετά τη Μεταπολίτευση, να προβληθεί στην Ελλάδα. Στο μεταξύ είχε βρει ευρεία ανταπόκριση στο εξωτερικό, αρχικά στο Φεστιβάλ της Tours (1968) και, ακολούθως, στη Γαλλία και στη Γερμανία».
Τρία χρόνια μετά από την προαναφερόμενη ταινία, στα τέλη του 1966, θα ξεκινήσει τα γυρίσματα του «Κιέριον», την πρώτη του μεγάλου μήκους, εδώ σε συνεργασία με τον Κώστα Σφήκα. Είναι αυτονόητο ότι το πειραματικό στοιχείο δε θα μπορούσε να λείπει από αυτή την ταινία. Η κινηματογραφική φόρμα μας θυμίζει τις ανάλογες αναζητήσεις των Ευρωπαίων δημιουργών, το θέμα όμως είναι καθαρά ελληνικό και μάλιστα ακουμπά γερά στην επικαιρότητα, το αστυνομικό κράτος, τη δολοφονία του Αμερικάνου δημοσιογράφου Πολκ, το 1948. Το πραξικόπημα που έγινε τότε και η επιβολή της χούντας ήταν η αιτία να φυγαδευτεί το υλικό στο εξωτερικό για να ολοκληρωθεί η ταινία και για να γίνει το μοντάζ. Κιέριον ήταν το όνομα μιας αρχαίας πόλης της Θεσσαλίας η οποία ρημάχτηκε από τις λεηλασίες. Η ταινία έλαβε μέρος παράνομα στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1968, αφού ήταν μια ταινία χωρίς πατρίδα, απέσπασε Τιμητική Μνεία, ενώ στην Ελλάδα προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1974 όπου κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Ταινίας, όπως και τα βραβεία Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη.
Στο 1976 θα κάνει μια ακόμα πιο προσωπική ταινία, τη «Διαδικασία». Εδώ ο δημιουργός μπαίνει πιο βαθιά στις αναζητήσεις που είχε ξεκινήσει από τις προηγούμενες ταινίες του. Η φόρμα και το μήνυμα θα γίνουν ένα σε αυτή την ταινία, θα είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, υπακούοντας στους κανόνες της διαλεκτικής, έτσι όπως την έχουμε μάθει από τον Ηράκλειτο, το Χέγκελ και το Μαρξ. Ομολογουμένως, έχει γίνει μια εκπληκτική δουλειά που αφορά στη μελέτη των μύθων, σε μια φανταστική αρχαία ελληνική πολιτεία, αυτή όμως η μελέτη, με τη σύνθεση, θα μπορέσει να αναγεννήσει την αρχαία ελληνική κοινωνία, ιδωμένη, αυτή τη φορά, με μια πιο πολιτική και ταξική ματιά. Ο θηβαϊκός κύκλος και η Αντιγόνη πρωταγωνιστούν και μας δίνουν μια πρωτοποριακή θεώρηση της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας. Το βιβλίο του Γιάννη Γεράση, με τον ίδιο τίτλο, φωτίζει πολύ περισσότερο το ιδεολογικό υπόβαθρο, την αισθητική αναζήτηση και τη φορμαλιστική σύνθεση της ταινίας. Ουσιαστικά, ακόμα και σήμερα, αυτή η ταινία δεν έχει προβληθεί στη χώρα μας.
Η μητρόπολη και η περιφέρεια είναι οι δύο οντότητες που πρωταγωνιστούν στην επόμενη ταινία του. Ο «Καπετάν Μεϊντάνος» (1987) μιλά για ένα υπαρκτό και θρυλικό πρόσωπο. Κλέφτης, Αρματολός και μετά πάλι Κλέφτης, έδρασε στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα στη Βόρεια Θεσσαλία. Ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για το Θέο να κάνει μια ιστορική ταινία, η οποία ουσιαστικά δεν ήταν ιστορική, με την κλασική έννοιά της, μίλαγε και έκανε κριτική στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα που επικρατούσε στην προεπαναστατική Ελλάδα, το οποίο ελάχιστα διέφερε και διαφέρει ακόμη και σήμερα: ο μεταπρατισμός, η άλογη εξάρτιση από ξένες δυνάμεις και πολιτικά συστήματα, η ταύτιση των πολιτικών με ξένα πρότυπα έκαναν την Ελλάδα μια απόλυτα εξαρτημένη χώρα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Με αυτή την έννοια, ο Θέος κριτικάρει όλα τα πολιτικά σχήματα, ξύνοντας πάλι την πληγή και θέτοντας επιτακτικά το θέμα της εθνικής ανεξαρτησίας, όταν αυτό ήταν το κύριο πολιτικό σύνθημα.
Η τελευταία του ταινία, «Ελεάτης Ξένος», 1996, θα ανατρέξει στον αρχαίο μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Η ιστορία της ταινίας είναι στο σύγχρονο ελληνικό περιβάλλον, ο μύθος δεν αναφέρεται, γίνεται η μετωνυμία του, του αποδίδονται, δηλαδή, νέες παράμετροι σε ένα διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον. Ο δημιουργός απαιτεί από το θεατή να μπορέσει και να θέλει να δει πίσω από το προφανές. Να ανακαλύψει την αθέατη πλευρά των πραγμάτων, να μπορέσει να λειτουργήσει στοιχειωδώς αναλυτικά. Σε μια χώρα, όμως, που ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός έχει γίνει μουσειακό είδος, ουσιαστικά ακίνδυνος πολιτικά και ιδεολογικά, με μια παιδεία που ενδιαφέρεται μόνο για τα επιφανειακά, η ταινία δεν μπόρεσε να βρει πρόσφορο έδαφος.
Ο ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟΣ ΚΩΜΙΚΟΣ
«Θα ήθελα, λοιπόν, να ήμουν ένας άνθρωπος που να μπορεί να αγαπάει με πάθος. Θα ήθελα να καταλαβαίνω τη γλώσσα των ζώων και με τον καθένα να ήμουν φίλος. Θα ήθελα τα δέντρα να μην έχουν ένα τόσο κλειστό χαρακτήρα και να μπορούσανε να παίξουν μαζί μου. Θα ήθελα να ήμουν ένα ζώο, λιγότερο αδέξιο, και να ήξερα να πετώ, να πηγαίνω ταξίδια, όποτε ήθελα, τουλάχιστον σε άλλους πέντε γαλαξίες… Αλλά αυτά, στο βάθος, τα επιθυμεί κάθε άνθρωπος.» Αν και αυτά τα λόγια τα είχε βάλει ο Σταύρος Τσιώλης στα χείλη του πρωταγωνιστή του στην ταινία «Σχετικά με το Βασίλη» (1986), κάλλιστα θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν τον ίδιο το σκηνοθέτη. Αυτή την εντύπωση μου έχει δώσει, το λίγο χρονικό διάστημα που το γνώρισα.
Ο Σταύρος Τσιώλης γεννήθηκε το 1937 στην Τρίπολη. Όπως θα δούμε, τον τόπο του τον κουβαλούσε μαζί του σε όλη του την κινηματογραφική του καριέρα. Πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου. Σχεδόν αμέσως δούλεψε στη Φίνος Φιλμ, περνώντας σχεδόν από όλες τις ειδικότητες, σεναριογράφος, βοηθός παραγωγής, μοντέρ, σκριπτ, ηθοποιός, όταν χρειαζόταν, και, μετά από δέκα χρόνια συνεργασίας, σκηνοθέτης. Φαίνεται ότι αυτή η πορεία στην καριέρα του το βοήθησε πολύ περισσότερο από ότι οι σπουδές του, κάτι που, πιστεύω, ότι ισχύει και για άλλους σκηνοθέτες. Την κινηματογραφική καριέρα του Τσιώλη μπορούμε να τη χωρίσουμε σε δύο μέρη: στην εποχή Φίνου και στη σύγχρονή του περίοδο. Ανάμεσά τους υπάρχει ένα μεγάλο κενό.
Η ΕΠΟΧΗ ΦΙΝΟΥ
Για το Φίνο θα γυρίσει την πρώτη του ταινία, «Ο μικρός δραπέτης» (1969), ένα τυπικό κοινωνικό μελόδραμα εποχής, όπου ο ήρωας είναι ένα μικρό αγόρι που δραπετεύει από το αναμορφωτήριο και βρίσκει καταφύγιο στην οικογένεια ενός συνομήλικού του κοριτσιού. Το 1969 πάλι θα βγάλει στις αίθουσες τον «Πανικό». Εδώ έχουμε ένα αστυνομικό μελόδραμα, αλλά ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος κάνει ένα άλμα, οι αισθητικές αναζητήσεις του είναι προφανής.
Δύο άλλες ταινίες σημάδεψαν την καριέρα του. Η πρώτη είναι η «Ζούγκλα των πόλεων» (1970) και η δεύτερη είναι η «Κατάχρηση εξουσίας» (1971). Και οι δύο είναι οι πιο εμπορικές του ταινίες, ενώ η δεύτερη είναι μια από τις πιο εμπορικές του ελληνικού κινηματογράφου γενικότερα. Στο σενάριο συνεργάζεται με το Νίκο Φώσκολο, πολύ πριν αυτός διακριθεί σα σεναριογράφος και σκηνοθέτης σε ένα τυποποιημένο είδος του κινηματογράφου, πρώτα, και της τηλεόρασης, κατόπιν. Στην «Κατάχρηση εξουσίας» πρωταγωνιστεί ο Νίκος Κούρκουλος. Ο χαρακτήρας του αδιάφθορου αστυνομικού, σε γενικές γραμμές, τυποποίησαν τον πολύ καλό ηθοποιό και τον, τότε, ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου.
Θα μπορούσε ο Τσιώλης να συνεχίσει να κάνει επιτυχίες με το Φίνο. Ήδη η καριέρα του είχε απογειωθεί, μπορεί να πει κανείς ότι είχε αυτό που ήθελε ένας σκηνοθέτης. Όμως ξαφνικά παράτησε τον κινηματογράφο και έκανε άλλες δουλειές και ενασχολήσεις, με εξαίρεση το σενάριο για την ταινία «Θέμα συνειδήσεως» (1973), του Πέτρου Λύκα. Κλείνει η περίοδος Φίνου εντελώς απότομα και απρόσμενα.
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Νομίζω ότι είναι ενδεικτικό το πώς ξεκινά η δεύτερη περίοδος του Τσιώλη. Η ταινία «Μια τόσο μακρινή απουσία» (1985) έχει μια χρονική απόσταση δεκατεσσάρων χρόνων από την τελευταία της περιόδου Φίνου, αλλά έχει και ένα ενδεικτικό τίτλο: μόνο από αυτόν μπορούμε να δούμε το κενό αλλά και μια παιχνιδιάρικη διάθεση που θα χαρακτηρίζει από εδώ και πέρα το σκηνοθέτη. Ο εμπορικός Τσιώλης γίνεται πλέον ποιητής του κινηματογράφου και κάνει στην αρχή ταινίες με ένα έντονο κοινωνικό προβληματισμό και αργότερα κωμωδίες. Μπορούμε να πούμε ότι ο κινηματογράφος του πλέον χαρακτηρίζεται από τρία πράγματα: από τη διεισδυτική ματιά στον άνθρωπο, ο οποίος είναι το κέντρο του ενδιαφέροντος, από την παρακολούθηση των περιπετειών του, όπως στις κλασικές ταινίες δρόμου, και από την ανατολική θεώρηση της τέχνης όπου ο βιωματικός και ο φιλμικός χρόνος σχεδόν ταυτίζονται.
Στην ταινία «Σχετικά με το Βασίλη» (1986) έχουμε ένα καθηγητή κοινωνιολογίας ο οποίος ψάχνει να βρει την αρμονία του σύμπαντος μέσα από τη μοναξιά και τη σιωπή. Μάταια ψάχνει; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δε θα δοθεί τόσο εύκολα, ο Τσιώλης πλέον αρέσκεται με το να παίζει με το θεατή, να του κρύβει πράγματα και να τον καλεί να ψάχνει να τα βρει. Στην ταινία «Ακατανίκητοι εραστές» (1988) βρίσκουμε το μοτίβο του έφηβου φυγά, το οποίο το έχουμε δει και στην περίοδο Φίνου, όπως και το λανθάνοντα ερωτισμό και το καταφύγιο της οικογένειας, εδώ το σπίτι της γιαγιάς του. Όμως ο τρόπος που βλέπει τώρα αυτή τη διαδικασία είναι διαφορετικός, με μικρά, σχεδόν αδιόρατα σημεία, περνάμε από το ρεαλισμό στην ποίηση. Στο 29ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης πήρε τα βραβεία Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας.
Ένας τρίτος μεγάλος σταθμός στην καριέρα του Τσιώλη είναι η ταινία «Έρωτας στη χουρμαδιά» (1990). Εδώ η ταινία γίνεται για ένα ασήμαντο γεγονός, φαινομενικά τουλάχιστον. Μια φωτογραφία, μια γυναίκα και δύο άντρες, δύο κηδείες, μια στην αρχή και μια στο τέλος, και μια περιπλάνηση θα είναι η πρώτη ύλη. Όμως πίσω από αυτό το φαινομενικά «τίποτε» βρίσκουμε ένα μέγιστο γεγονός. Τον άνθρωπο που δρα κρατώντας τους ρυθμούς που θα το βοηθήσουν να βιώσει όλα τα γεγονότα, τον έρωτα που έρχεται με απόλυτα φυσικό τρόπο, το άγγιγμα της ψυχής που θα κάνει ένα μεγάλο θόρυβο σε μια, φαινομενικά, αθόρυβη ταινία. Για πρώτη φορά ο Τσιώλης συνεργάζεται με τον αρχαιολόγο και -καλλιτεχνικά- τραγουδιστή, τον Αργύρη Μπακιρτζή. Για πρώτη φορά επίσης περνά από το τραγικό στο κωμικό και σατιρικό ύφος, μια αδιόρατη στροφή, η οποία θα το σημαδέψει για όλες τις υπόλοιπες ταινίες του. Θα πάρει από το 31ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τα βραβεία Καλύτερης Ταινίας και Α΄ Ανδρικού Ρόλου.
Όλες οι επόμενες ταινίες του είναι ιδιότυπες κωμωδίες. Σε όλες παίζει ο Μπακιρτζής πρωταγωνιστικό ρόλο. Το «Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε» (1992), όπου πάλι φαινομενικά δεν έχουμε ιστορία, μια αγιογράφηση που δεν έγινε ποτέ, ένα μη γεγονός που σημαδεύει τη ζωή των πρωταγωνιστών και των γύρων τους ανθρώπων, ένας έρωτας που είναι σαν όνειρο, τελικά ένα παιχνίδι για τα ενδιαφέροντα του ανθρώπου. Αυτή η ταινία στο 33ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης θα πάρει τα βραβεία Σκηνοθεσίας και Σεναρίου και θα είναι η τελευταία δουλειά του σεναριογράφου και σκηνοθέτη Χρήστου Βακαλόπουλου, λίγο πριν να φύγει από τη ζωή. Στο «Χαμένο θησαυρό του Χουρσίτ Πασά» (1995), έχουμε και πάλι ένα ασήμαντο γεγονός που θα μας δώσει την ευκαιρία να ανακαλύψουμε τους χαρακτήρες των προσώπων και τελικά της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
Οι δύο επόμενες ταινίες του, «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (1998) και «Φτάσαμεεε!..» (2004) συμπληρώνουν την κωμική παλέτα του σκηνοθέτη. Η σάτιρα του Τσιώλη είναι πολύ λεπτή, υπακούει ακριβώς στις προτροπές του Αριστοτέλη, σατιρίζει πράξεις ανθρώπων και όχι πρόσωπα, είναι μια ηθική πράξη, κατά συνέπεια, και, τελικά, ηθογραφεί μια ολόκληρη κοινωνία. Περιέργως και οι δύο αυτές ταινίες του δεν έχουν γυριστεί στην Πελοπόννησο, η πρώτη στη Βόρειο Ελλάδα και η δεύτερη στη Λειβαδιά. Στην πρώτη έχουμε τον ανούσιο έρωτα και τις παράξενες αναζητήσεις του Έλληνα, ενώ στη δεύτερη έχουμε τον απέλπιδο κόσμο των λαϊκών τραγουδιστών που πάνε από πανηγύρι σε πανηγύρι. Και στις δύο συμπρωταγωνιστεί ο Γιάννης Ζουγανέλης.
ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ;
Ο Σταύρος Τσιώλης αναφέρει ότι η τελευταία ταινία του είναι και το τέλος της κινηματογραφικής καριέρας του. Είναι κάτι που δεν το πιστεύουμε και δεν το ευχόμαστε. Ο Τσιώλης έχει πολλά ακόμα να δώσει στον ελληνικό κινηματογράφο. Θα μπορούσε κανείς να συμπληρώσει αυτή την πρόχειρη σκιαγράφηση του σκηνοθέτη αν ανέφερε κάποια πράγματα ακόμα.
Θα πρέπει να αναφέρουμε και τις άλλες δραστηριότητες του σα σεναριογράφος για ταινίες άλλων («Το καναρινί ποδήλατο», του Δημήτρη Σταύρακα), σα θεατρικός συγγραφέας («Τα κοκκινομπλέ πατίνια», σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου), σαν ηθοποιός στην ταινία «Όλγα Ρόμπαρτς», του Χρήστου Βακαλόπουλου, και, φυσικά στο κύκνειο άσμα του Σταύρου Τορνέ «Ένας ερωδιός για τη Γερμανία». Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε ότι ο Τσιώλης είχε συμμετάσχει σε ταινίες του Τορνέ, είχε μαθητεύσει σε αυτόν, ίσως ο Τορνές να είναι ο «υπεύθυνος» για αυτή τη μεταστροφή του Τσιώλη, για την ενασχόλησή του με το λεγόμενο ανατολικό κινηματογράφο.
Πραγματικά, στον Τσιώλη βρίσκουμε στοιχεία που υπάρχουν σε άλλους σκηνοθέτες οι οποίοι έχουν αποφασίσει να μη βιάζουν το χαρακτήρα τους, αλλά να τον αφήνουν να δρα, όχι να ερμηνεύει. Εδώ δεν έχουμε μια μετάφραση αλλά μια αναδημιουργία. Αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο που το βρίσκουμε στη ρώσικη σχολή (Ταρκόφσκι, Παρατζάνοφ κ.ά.), στον ιρανικό κινηματογράφο (Κιαροστάμι, Παναχί, Μαχμαλμπάφ), τελικά στον ποιητικό κινηματογράφο που ποιεί, δεν καταγράφει απλοϊκά.
Η ΜΑΡΙΑ ΠΛΥΤΑ
Η πρώτη Ελληνίδα σκηνοθέτης είναι η Μαρία Πλυτά. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1915 και πέθανε το 2005. Ασχολήθηκε με τη μυθιστοριογραφία, με τη θεατρική συγγραφή και στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο. Δούλεψε στην αρχή σαν παραγωγός και κατόπιν σα σκηνοθέτης και μοντέρ. Το 1950 κάνει το σκηνοθετικό της ντεμπούτο με τα «Αρραβωνιάσματα», μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού έργου του Δημήτρη Μπόγρη. Συνεργάστηκε με πολλούς αστέρες του κινηματογράφου και του θεάτρου, όπως με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τη Νόρα Κατσέλη, τη Σαπφώ Νοταρά, το Μάνο Κατράκη, το Μίμη Φωτόπουλο, τον Ορέστη Μακρή, τη Δέσπω Διαμαντίδου, τον Κώστα Χατζηχρήστο, την Τζένη Καρέζη και τη Σμαρούλα Γιούλη.
Στις ταινίες της η γυναίκα δεν είναι πλέον το υποχείριο του άντρα. Παίζει ένα πρωταγωνιστικό ρόλο και προσπαθεί να διαμορφώσει την τύχη της. Η Πλυτά περισσότερο ηθογραφεί, κρατά την κλασική γραφή, περιγράφει την κοινωνία της εποχής της. Με δεκαεφτά ταινίες ολοκληρώνει την καριέρα της στον κινηματογράφο, σα σκηνοθέτης, το 1970. Στην τιμητική εκδήλωση προβλήθηκε η ταινία «Εύα» (1953), σε σενάριο του Ανδρέα Λαμπρινού. Στη μουσική βρίσκουμε το Μίκη Θεοδωράκη και στα σκηνικά το Γιάννη Τσαρούχη. Παίζουν οι Νίνα Σγουρίδου, Αλέκος Αλεξανδράκης, Μάνος Κατράκης, Αλίκη Γεωργούλη και Ντίνος Ηλιόπουλος. Μια παντρεμένη γυναίκα, κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών, ζει μια εφήμερη ερωτική σχέση προκαλώντας την οργή του συζύγου της και των κατοίκων του νησιού. Μια τραγική ιστορία, με πολύ προσεγμένη σκηνοθεσία και πολύ καλές ερμηνείες.
Ο ΑΛΕΞΗΣ ΔΑΜΙΑΝΟΣ
Τέλος με μια τιμητική εκδήλωση για τον πρόσφατα θανόντα, Αλέξη Δαμιανό, ολοκληρώθηκαν οι αφιερωματικές εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Τον Απρίλιο του 2006 έφυγε, εντελώς ξαφνικά, από τη ζωή ο Δαμιανός, βυθίζοντας στο πένθος όλους όσους αγαπούν τον καλό κινηματογράφο. Μόνο τρεις ταινίες έκανε, ήταν όμως σημαντικές για όλη την πορεία του ελληνικού κινηματογράφου. Η «Ευδοκία» και το «Μέχρι το πλοίο» σημάδεψαν τον ελληνικό κινηματογράφο, η πρώτη ήταν ουσιαστικά η αρχή της νεότερης ιστορίας του.
Θα μπορούσε κανείς να μιλά για ώρες προσπαθώντας να αναλύσει το έργο του Δαμιανού. Εδώ θα περιοριστούμε στην αγάπη του για τον άνθρωπο, τη προσεχτική ματιά του στην ψυχοσύνθεσή του, στα προβλήματά του, στη θέλησή του να μας δείχνει μια άλλη Ελλάδα, ελάχιστα γνωστή, ένα πρόσωπό της που θέλουμε να κρύβουμε, αλλά, όταν το ανακαλύπτουμε, το αγαπάμε και μας γοητεύει. Η ποίηση στο Δαμιανό ήταν πηγαία. Έβγαινε χωρίς να τη βιάζει κάποιος. Και οι τρεις ταινίες του θα κρατηθούν σαν παρακαταθήκη στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Γιάννης Φραγκούλης