47o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΤΖΙΜ ΜΑΚΚΕΪ
Στο δημιουργό του αμερικάνικου ανεξάρτητου κινηματογράφου το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έκανε ένα μικρό αφιέρωμα. Κάπως έτσι ο ΜακΚέι περιγράφει το έργο του: «Οι σημερινοί θεατές έχουν συνηθίσει να καταναλώνουν έτοιμες, επεξεργασμένες πληροφορίες, με αποτέλεσμα κάποιες φορές να δυσκολεύονται να διαχειριστούν τα «κενά», αυτό που υπάρχει ανάμεσα στις γραμμές, αυτό που δε λέγεται ανοιχτά. Στην πραγματικότητα όμως τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο προφανή και ξεκάθαρα διατυπωμένα. Η πρόκληση για μένα είναι να παραμείνω συνεπής στην επιθυμία μου να αφήνω εκκρεμότητες, να μην εξηγώ τα πάντα, αλλά την ίδια στιγμή να προσφέρω στο θεατή μια ιστορία με ενδιαφέρον και συνοχή που να μην τον κρατά σε απόσταση».
Το έργο του
Με έκδηλες, ομολογημένες αλλά και δημιουργικά αφομοιωμένες αναφορές στο χειροποίητο και αυτοσχεδιαστικό κινηματογράφου του Τζον Κασσαβέτη και το direct cinema του Φρέντερικ Γουάισμαν, ο ΜακΚέι υπογράφει ένα ρεαλιστικό κινηματογράφο κοινωνικού προβληματισμού, με επίκεντρο και μέτρο του τον άνθρωπο. Έναν κινηματογράφο ρευστό αφηγηματικά και αποχρωματισμένο δραματουργικά, θεμελιωμένο στην ενδελεχή έρευνα και τη διεισδυτική παρατήρηση και προσανατολισμένο στην εκμαίευση της ουσίας και όχι στην εξαγωγή εύκολων, «από καθέδρας», συμπερασμάτων. Η τέταρτη ταινία του που παρουσιάστηκε σε αυτό το αφιέρωμα, ο «Άγγελος» («Angel Rodriguez»), 2005, ήταν σε παγκόσμια πρεμιέρα.
Ο ΜακΚέι εστιάζει με θαυμαστή ευκρίνεια στα πρόσωπά του και καταγράφει με ξεχωριστή ευαισθησία και καθαρότητα τις ιστορίες τους. Οι τελευταίες φέτες από τη ζωή της σύγχρονης, πολυπολιτισμικής Νέας Υόρκης εκκινούν από το ιδιωτικό για να καταλήξουν στο δημόσιο και γενικό, χωρίς τις κλισέ παρακάμψεις που χαρακτηρίζουν ανάλογες διαδρομές του mainstream Χόλιγουντ. Αντίστοιχα οι πρωταγωνιστές τους δε φέρουν τη φυλετική ή κοινωνική τους ταυτότητα ως «διακριτικό», χαρακτηρίζονται αλλά δεν καθορίζονται από αυτήν. Για αυτό ο πυρήνας των ταινιών του ΜακΚέι, πέρα από τον τοπικού χαρακτήρα θεμάτων που θίγονται σε αυτές (σεξισμός, ρατσισμός, κοινωνική περιθωριοποίηση των μειονοτήτων), παραμένει αδιαπραγμάτευτα οικουμενικός.
Η ουσία του έργου του
Το νήμα που συνδέει τις ηρωίδες στην «Πόλη των κοριτσιών» («Girls town»), 1996, οι τρεις κοπέλες από διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα που καλούνται, στο κατώφλι της ενηλικίωσής τους, να αντιμετωπίσουν την αναπάντεχη αυτοκτονία μιας φίλης τους, με εκείνες του «Τραγουδιού μας» («Our song»), 2000, τις τρεις συμμαθήτριες από το Μπρούκλιν, δύο Αφροαμερικάνες και μια Λατινοαμερικάνα, που πρέπει να πάρουν δύσκολες αποφάσεις για τη ζωή και τη φιλία τους, με αφορμή το αιφνίδιο κλείσιμο του σχολείου τους, με το ανθρώπινο ψηφιδωτό στους «Καθημερινούς ανθρώπους» («Everyday people»), 2004, όπου όλοι εμπλέκονται, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, στην πώληση λόγω χρεών ενός εστιατορίου, και με τους πρωταγωνιστές του «Άγγελου» («Angel Rodriguez»), 2005, μια κοινωνική λειτουργό και το νεαρό, Αφροαμερικάνο, προστατευόμενό της, αυτό είναι το βλέμμα του ΜακΚέι.
Ο φακός του σκηνοθέτη συμπληρώνει τον αμφιβληστροειδή του ματιού του: σκανάρει την επιφάνεια και κρατάει μόνο ότι κρίνει απαραίτητο και σημαντικό. Άλλωστε, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, αυτό που τον αποζημιώνει περισσότερο, ως δημιουργό, είναι οι εμπειρίες ζωής που αποκτά μέσα από τη δουλειά του. Όλοι οι άνθρωποι κοιτούν, λίγοι όμως είναι αυτοί που μπορούν να βλέπουν. Ή όπως έχει γραφτεί στην Village Voice, για την «Πόλη κοριτσιών», έχουμε «μια χαμηλού κόστους παραγωγή, γυρισμένη σε 16mm και στη συνέχεια μεταγραμμένη σε ένα «βρώμικο» 35άρι. Είναι ένας γυμνός κινηματογράφος. Ο ΜακΚέι χρησιμοποιεί κυρίως γενικά πλάνα, αφήνοντας τους ηθοποιούς να εκφράσουν αυτό που θέλει να πει, μια υποχρέωση που οι περισσότεροι από αυτούς φέρουν εις πέρας επάξια.».
Γιάννης Φραγκούλης