47o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΜ ΒΕΝΤΕΡΣ
Το αφιέρωμα στο Βιμ Βέντερς ήταν το κεντρικό γεγονός του 47ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Παρουσιάστηκαν 27 ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους, μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, που έδωσαν μια ολοκληρωμένη εικόνα του Γερμανού δημιουργού. Θα πρέπει να συσχετίσουμε αυτές τις προβολές των ταινιών με την έκθεση φωτογραφίας της γυναίκας του, η οποία φιλοξενήθηκε στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, μέσα στους χώρους προβολής ταινιών, στις προβλήτες. Αυτό το αφιέρωμα πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τη Reverse Angle, το Γερμανικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης, το Γερμανικό Ινστιτούτο Γκαίτε, Αθήνας και Θεσσαλονίκης και με την υποστήριξη της Γερμανικής Πρεσβείας.
Η ζωή του
Ο Έρνστ Βίλχελμ Βέντερς, όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1945 στο Ντίσελντορφ και μεγάλωσε στο Ομπερχάουζεν, όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως γιατρός. Ακολούθησε το δρόμο του πατέρα του, σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στο Μόναχο, στο Φράιμπουργκ και στο Ντίσελντορφ. Διέκοψε τις σπουδές του το 1966, πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει ζωγραφική, αλλά απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις στην Ακαδημία Τεχνών. Εργάσθηκε ως λιθογράφος στο εργαστήριο του Τζόνι Φρίντλαντερ, ενώ, παράλληλα, παρακολουθούσε τακτικά, πέντε ταινίες την ημέρα, στη Γαλλική Ταινιοθήκη.
Το 1967 επιστρέφει στη Γερμανία και γίνεται δεκτός στη Σχολή Κινηματογράφου του Μονάχου, η οποία μόλις είχε ιδρυθεί. Όπως θα πει ο ίδιος, «ήταν η εποχή της επανάστασης, αμφισβητούσαμε τους καθηγητές και διαμορφώναμε μόνοι μας το πρόγραμμα σπουδών». Από το 1967 μέχρι το 1970, παράλληλα με τις σπουδές του, εργάσθηκε ως κριτικός κινηματογράφου, συνεργάστηκε με την κινηματογραφική επιθεώρηση Filmkritik, την ημερήσια εφημερίδα του Μονάχου Suddeutsche Zeitung, το περιοδικό Twen και το Spiegel. Την ίδια περίοδο έκανε πολλές ταινίες μικρού μήκους και κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων του 1968, συνελήφθη κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης και φυλακίστηκε.
Αποφοίτησε από τη Σχολή με τη μεγάλου μήκους ταινία «Καλοκαίρι στην πόλη», μια ασπρόμαυρη παραγωγή αφιερωμένη στο συγκρότημα Kinks, μια επιθυμία του να μεταφέρει στην οθόνη τα αγαπημένα του τραγούδια εκείνης της εποχής. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που αποφυλακίζεται και προσπαθεί να βάλει σε τάξη τη ζωή του. Αυτή ήταν η πρόφαση για να βάλει στην ταινία σκηνές με τζουκ μποξ, μαγνητόφωνα και ραδιόφωνα αυτοκινήτων, έτσι ώστε να ακουστούν όσο το δυνατόν περισσότερα τραγούδια. Ο Βέντερς έχει πει για αυτή την ταινία: «Αν δεν υπήρχαν οι Kinks, ο Βαν Μόρισον, οι Μπητλς, οι Στόουνς και πάνω από όλα ο Μπομπ Ντίλαν, δε θα τολμούσα ποτέ να εγκαταλείψω τις σπουδές ιατρικής και φιλοσοφίας για να αφοσιωθώ σε κάτι τόσο αβέβαιο, όπως η καλλιτεχνική δημιουργία. Σα σκηνοθέτης ασκεί κανείς ταυτόχρονα πολλά επαγγέλματα: είναι ψυχίατρος, λογιστής, δικηγόρος, ταξιδιωτικός πράκτορας, αρχιτέκτονας, φωτογράφος, αφηγητής, διαφημιστής, συγγραφέας και πολλά ακόμη τα οποία δεν είναι τόσο λαμπερά και δημιουργικά. Πίσω από όλα αυτά υπάρχουν δύο μόνο αληθινοί προορισμοί: του ταξιδιώτη και του ονειροπόλου. Κανένα δεν μπορεί να διαχωριστεί από το άλλο. Οι ταινίες είναι πάντα ταξίδια είτε προς τα έξω είτε προς τα μέσα. Και χωρίς να έχει πρώτα ονειρευτεί, κανείς ταξιδιώτης δεν ξεκινά το ταξίδι. Και οι δύο αυτές ασχολίες μου έχουν μια κοινή πηγή, από την οποία αναβλύζει διαρκώς έμπνευση και ενέργεια. Κι αυτή είναι η μουσική. Χωρίς αυτή δε θα ήμουν ούτε ταξιδιώτης ούτε ονειροπόλος και άρα ούτε σκηνοθέτης».
Οι ταινίες του
Στην Ελλάδα ο Βιμ Βέντερς έχει γίνει γνωστός από την πρώτη του ταινία, «Ο φόβος του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι» (1971). Ουσιαστικά ο Βέντερς είναι ο πρεσβευτής του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου, έτσι όπως διαμορφώνεται μετά το 1971. Στη Γερμανία δεν γυρίζουν την πλάτη στο πολύ ένδοξο κινηματογραφικό παρελθόν τους, στο Φασμπίντερ, στο Βίνε, στο Λανγκ και στους άλλους, αλλά μια ομάδα σκηνοθετών θέλει να κάνει μια στροφή και ουσιαστικά κάνουν ταινίες που ανοίγονται στην καθημερινή ζωή, περιγράφουν την πόλη, τα ταξίδια, τις καθημερινές συνήθειες των Γερμανών και, μερικές φορές, και των πολιτών από άλλες χώρες. Πολύ γρήγορα αυτός ο κινηματογράφος ανοίγεται στις παραγωγές εκτός Γερμανίας και κατακτά όλο τον κόσμο.
Έτσι γνωρίζουμε το Βέντερς από τον «Αμερικανό φίλο» (1977), όπου ο Μπρούνο Γκαντς με τον Ντένις Χόπερ δίνουν ένα ρεσιτάλ ερμηνείας. Μαζί με εμάς και ο Κόπολα γνώρισε το Βέντερς και το 1978 θα συνεργαστούν για το «Ιδιωτικό ντετέκτιβ Χάμετ», μια ταινία που τον απασχόλησε μέχρι το 1982. Αυτή η ταινία ήταν το έναυσμα για να γίνουν άλλες δύο ταινίες. Η «Αστραπή πάνω από το νερό» (1980), μια ταινία για τον ετοιμοθάνατο σκηνοθέτη και φίλο του Βέντερς, το Νίκολας Ρέι, και η «Κατάσταση των πραγμάτων» (1982), όπου αποτυπώνεται η τραυματική του εμπειρία της συνεργασίας με τον Κόπολα: δυσκολίες στην παραγωγή, ασυμφωνίες, καθυστέρηση για να βγει η ταινία στις αίθουσες. Η «Κατάσταση των πραγμάτων» βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας. Το 1982 γυρίζει δύο ταινίες το «Reverse angle» και το «Δωμάτιο 666» και τις δύο στη Νέα Υόρκη. Η δεύτερη είναι μια «περίεργη» ταινία, σε ένα ξενοδοχείο, στις Κάννες, κινηματογραφεί τους ομότεχνούς του οι οποίοι απαντούν στην ερώτηση αν ο κινηματογράφος είναι μια γλώσσα που χάνεται, μια τέχνη σε παρακμή. Ο Γκοντάρ, ο Σπίλμπεργκ, ο Φασμπίντερ, ο Χέρτζοκ, ο Αντονιόνι, περνούν μπροστά από το φακό του Βέντερς.
Πριν από το «ιαπωνικό» έργο του «Tokyo-Ga», μια ερωτική εξομολόγηση στον κινηματογράφο του Ιάπωνα σκηνοθέτη Γιασουχίρο Όζου, θα κάνει την ταινία που θα τον απογειώσει. Μιλάμε για το «Παρίσι, Τέξας» (1984), ένα κινηματογραφικό παιχνίδι του Βέντερς όπου δημιουργεί την ψευδαίσθηση του ταξιδιού από την Αμερική στην Ευρώπη, όμως πρόκειται για δύο μέρη των ΗΠΑ. Η κάμερα του συνεχίζει να ταξιδεύει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, από τόπο σε τόπο, από το φανταστικό στο πραγματικό. Κάτι τέτοιο συμβαίνει με τα «Φτερά του έρωτα» (1987), αλλά και με το «Τόσο μακριά, τόσο κοντά» (1993), που αναφέρεται στην πτώση του τείχους στο Βερολίνο.
Δεν ξεχάσαμε να αναφερθούμε στο πολύ περίεργο ταξίδι στην Πορτογαλία, με το «Lisbon story» (1994) ούτε στο «Μέχρι το τέλος του κόσμου» (1991), ταξίδια που γίνονται σε πραγματικούς ή φανταστικούς κόσμους και που προκαλούν το θεατή να πάει μαζί τους. Οι θεατές αγάπησαν στο Βέντερς αυτή την ικανότητα να αφηγείται τόσο γλαφυρά, να χρησιμοποιεί τη μουσική σαν ένα αφηγηματικό εργαλείο, να μιλά για αυτήν και για αυτούς που την κάνουν τέχνη με ένα πολύ όμορφο τρόπο, όπως στο ντοκιμαντέρ «Buena Vista Social Club» (1998).
Η μετά το Βέντερς εποχή
Μια άλλη αξία στο Βέντερς είναι ότι έδωσε τόπο να γεννηθεί το νέο, από τη νέα γενιά των σκηνοθετών που ζουν και εργάζονται στη Γερμανία. Λέμε «που ζουν και εργάζονται», διότι δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με Γερμανούς, αλλά και με μετανάστες ή με παιδιά μεταναστών. Να θυμηθούμε τον τούρκικης καταγωγής Φατίχ Ακίν, τη δικιά μας Αγγελική Αντωνίου και να δούμε ότι ο γερμανικός κινηματογράφος αλλάζει πλέον πρόσωπο, διατηρεί κάποια στοιχεία από τον παλιό και νέο κινηματογράφο, κυρίως την αναζήτηση της ταυτότητας των προσώπων, τις ψυχολογικές αναζητήσεις, προσθέτοντας το χιούμορ και την έντονη ερωτική διάθεση που απαιτεί η σύγχρονή μας εποχή.
Βλέπει τα σύγχρονα προβλήματα, τη μετανάστευση, το άγχος και την αλλοτρίωση του ανθρώπου, την ανεργία και προσπαθεί να βρει μια λύση. Πάντως είναι μια αναγεννητική δύναμη που δεν αφήνει το γερμανικό κινηματογράφο να πεθάνει, αντιθέτως, τον κρατά δυνατό και ζωντανό κυρίως στην Ευρώπη. Με πολύ ενδιαφέρον παρακολουθήσαμε το Master class του Βέντερς, το οποίο είχε τεράστια επιτυχία, τόση που επαναλήφθηκε, εκτός προγράμματος, μετά από απαίτηση του κοινού.
Γιάννης Φραγκούλης