47o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΕ ΤΖΕΪΛΑΝ ΚΑΙ ΣΙΣΑΚΟ
Πριν λίγα χρόνια το όνομά του ήταν άγνωστο και στην Τουρκία. Βραβεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη, με την ταινία ντοκιμαντέρ «Σύννεφα του Μάη», το 2000. Μετά με το Μέγα Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών, το 2003, με την ταινία «Μακριά», αναγνωρίστηκε πλέον διεθνώς στον κινηματογραφικό χώρο. Φέτος επιτέλους το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του έκανε αφιέρωμα. Ήταν μια ευκαιρία το κοινό και οι Έλληνες δημοσιογράφοι να μιλήσουν με το Nuri Bilge Ceylan, τελικά να κοινωνήσουν την τέχνη του. Ο Ceylan γεννήθηκε το 1959 στην Κωνσταντινούπολη και αποφοίτησε από το Τμήμα Μηχανολόγων του Πανεπιστημίου Μιμάρ Σινάν, στην ίδια πόλη. Δούλεψε ως φωτογράφος και το 1995 έκανε την πρώτη του ταινία την οποία την έστειλε στο Φεστιβάλ Καννών, ήταν η ταινία μικρού μήκους «Κουκούλι». Από την πρώτη του ταινία βλέπουμε ότι ο Ceylan ασχολείται περισσότερο με τον άνθρωπο, με τα πάθη του, με τις δοκιμασίες που του επιφυλάσσει η ζωή. Θα δούμε ότι η ανθρωποκεντρική του ματιά συνεχίζεται και στις επόμενες εργασίες του.
ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ
Στη δεύτερη ταινία του, «Το χωριό», πάλι το θέμα είναι ο άνθρωπος. Εδώ έχουμε μια πολυμελή οικογένεια που ζει σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Τουρκίας. Το ευαίσθητο βλέμμα του μας θυμίζει αυτό του Κιαροστάμι. Είναι η εποχή, 1998, που πολύ μιλούν για τις επιρροές του ιρανικού στον ανεξάρτητο τούρκικο κινηματογράφο. Στο Φεστιβάλ Βερολίνου κέρδισε το βραβείο Καλιγκάρι. Η ταινία γυρίστηκε με ελάχιστα χρήματα, τα σφιχτά οικονομικά δεν ήταν ο λόγος που το συνεργείο ήταν τόσο μικρό. Όταν γύριζαν δεν ήθελαν πολύ κόσμο στα πόδια τους. Με δύο άτομα συνεργείο, με τους γονείς και τους συγγενείς του σκηνοθέτη, αλλά και με τους ντόπιους, σαν ηθοποιούς, η ταινία ολοκληρώθηκε. Ήταν μια αληθινή ιστορία, με αυτοβιογραφικά στοιχεία και το σενάριο βασίστηκε στην αυτοβιογραφία της αδελφής του σκηνοθέτη. Γυρίστηκε σε ένα μικρό χωριό όπου ο Ceylan πέρασε τα παιδικά του χρόνια.
Μετά από δύο χρόνια, το 2000, θα πάει στο Φεστιβάλ Βερολίνου με την ταινία «Σύννεφα του Μάη». Σε αυτή την ταινία ο Ceylan θα ασχοληθεί με το Μουζάρεφ, ο οποίος θα επιστρέψει στην πατρίδα του για να γυρίσει μια ταινία εκεί όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Δοκιμάζει τις υποκριτικές ικανότητες του πατέρα του, ο οποίος αδιαφορεί επειδή θέλει να πάει στα δικαστήρια για να σώσει μια περιοχή την οποία η κυβέρνηση θέλει να αποψιλώσει. Κατά κάποια έννοια, αυτή η ταινία, αν και είναι ντοκιμαντέρ, θεμελιώνει μια αφήγηση, ξεπερνώντας τα στενά όρια αυτού του είδους. Μπορεί ο σκηνοθέτης να ήθελε να κάνει μια ταινία-αναφορά για «Το χωριό», αν και αυτή η υπόθεση δεν είναι επιβεβαιωμένη.
Φτάνουμε στην επόμενη ταινία του «Μακριά» («Uzak»), 2002, με την οποία, την επόμενη χρονιά θα κερδίσει το Μέγα Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στις Κάννες. Αυτή η ταινία θα του ανοίξει όλες τις πόρτες στα Φεστιβάλ και, γενικά, στο διεθνή κινηματογραφικό χώρο. Με χαμηλό προϋπολογισμό, θα κάνει μια ταινία που βασίζεται σε δύο χαρακτήρες, ο ένας από την επαρχία και ο άλλος από την Κωνσταντινούπολη. Αν και είναι συγγενείς, οι διαφορές τους είναι πολύ μεγάλες, η επικοινωνία τους αδύνατη, κάτι που θα φανεί στην καθημερινή τους συναναστροφή. Η ταινία μιλά για τη ζωή στις μεγαλουπόλεις γενικότερα. Η θεώρηση του σκηνοθέτη είναι ότι οι άνθρωποι προσπαθούν να οργανώσουν τη ζωή τους, μέσα από τη διαβίωσή τους σε αυτές τις πόλεις, αυτό που καταφέρνουν τελικά είναι να χτίζουν τη φυλακή τους. Όπως παραδέχεται ο Ceylan, πάντα προσπαθούσε να διερευνήσει την απόσταση ανάμεσα σε αυτόν και τους άλλους ανθρώπους. Ο κινηματογράφος είναι μια τέχνη με την οποία μπορούσε να διερευνήσει αυτή τη θεώρηση. Από αυτό το σημείο ξεκινά μια ιδιόμορφη αφήγηση η οποία πολύ γρήγορα επεκτείνεται στην ποίηση. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ο τρόπος αφήγησης του συναντά αυτό του Ταρκόφσκι, του Παρατζάνοφ και των άλλων σκηνοθετών που προσεγγίζουν βιωματικά, «ανατολικά», τον κινηματογράφο.
Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΟΥ
Στην τελευταία του ταινία, «Κλίματα αγάπης» («Iklimler»), ο σκηνοθέτης αποφασίζει να περάσει μπροστά από την κάμερα. Έχουμε πάλι τις σχέσεις μεταξύ δύο ανθρώπων, αυτή τη φορά μέσα σε ένα ζευγάρι. Ακόμη μια φορά έχουμε μια πραγματική ιστορία, σαν αφορμή. Ξεκινά από ένα πραγματικό γεγονός του ίδιου για να περάσει σε μια γενικότερη θεώρηση για τη ζωή. Ο Ceylan γίνεται ηθοποιός, θα μπορούσαμε να πούμε, από ένα καπρίτσιο. Η νέα τεχνολογία του επιτρέπει να παίζει και να ελέγχει τη σκηνοθεσία, στην παραμικρή της λεπτομέρεια. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι η αφήγηση ξεπερνά τα όρια της τούρκικης κοινωνίας και απλώνεται σε διεθνές επίπεδο, αποκτώντας μια παγκόσμια διάσταση. Η ταινία παίζεται ήδη στις αίθουσες, παρουσιάστηκε μαζί με τις προηγούμενες ταινίες του σε αυτό το αφιέρωμα, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Μπορεί, λοιπόν, κάποιος να χαρακτηρίσει τον Ceylan σαν τον ηθικογράφο και ανθρωποκεντρικό αφηγητή του σύγχρονου κινηματογράφου. Ο άνθρωπος επιβάλλει το ρυθμό της αφήγησης και όχι η μηχανή. Οι μέχρι τώρα ταινίες του εξετάζουν τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, όπως θα τις εξέταζε ένας προσεχτικός παρατηρητής ο οποίος δρα και συμμετέχει μέσα σε αυτό το κοινωνικό σύστημα. Από μια τυπική κοινωνιολογική ανάλυση περνάμε σε μια ανάλυση χαρακτήρων για να αφήσουμε ανοιχτό το δρόμο σε μια σύνθεση, την οποία ο θεατής θα πρέπει να κάνει. Μαζί με τις ταινίες εκτέθηκαν και φωτογραφίες που τράβηξε ο σκηνοθέτης. Μπορούσε κανείς να δει το πάγωμα του χρόνου μέσα από το βλέμμα του, να δούμε την αισθητική του κάδρου του.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΙΣΑΚΟ
Αφρικανός σκηνοθέτης, γεννημένος στη Μαυριτανία, μεγάλωσε στο Μαλί, σπούδασε στη Ρωσία, ζει και εργάζεται στη Γαλλία, η ψυχή του όμως παραμένει στην Αφρική. Μπορεί να πει κανείς ότι γύρισε όλο τον κόσμο για να ανακαλύψει ξανά το μέρος όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια, αλλά, αυτή τη φορά, με τη δύναμη και τη θέληση να εμβαθύνει.
Στο έργο του παρατηρείται η αναζήτηση της ταυτότητας, η έρευνα στις ρίζες, η οποία ενισχύεται με αυτοβιογραφικές αναφορές με τις οποίες η αφήγησή του εμπλουτίζεται για να αποκτήσει τελικά παγκόσμια σημασία. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης αναφέρει ότι προσπαθεί πάντα να ενσωματώσει τις προσωπικές ιστορίες και τις ζωές των ηθοποιών στη μυθοπλασία. Όλα τα πρόσωπα του προσφέρουν τον εσωτερικό τους πλούτο και την ομορφιά τους, καθώς και δραματικά στοιχεία που δε θα μπορούσε να τα βρει αλλού. Δουλεύει με ερασιτέχνες ηθοποιούς γιατί βρίσκει μέσα σε αυτούς την επιφυλακτικότητά τους να ανοιχτούν, ενώ ο σκηνοθέτης τους ωθεί να ανοιχτούν και να δομήσουν έτσι ένα διάλογο. Με αυτό τον τρόπο, ο διάλογος είναι πιο άμεσος, πιο εσωτερικός και, τελικά, πιο ανθρώπινος.
ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ
Η πρώτη του ταινία ήταν «Η ζωή πάνω στη γη» («La vue sur terre»), 1998, Μαλί, Μαυριτανία, Γαλλία. Είναι μια ταινία μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, αυτό που το ονομάζουν μερικοί μικτό είδος, ενώ, κατά την άποψή μας είναι ο απόλυτος κινηματογράφος. Εδώ ο σκηνοθέτης επιστρέφει στο χωριό του πατέρα του, στο Μαλί, μια μέρα πριν την αλλαγή της χιλιετίας. Δεν μιλά μόνο για τη φτώχια και την εξαθλίωση, αλλά θα μιλήσει, με λυρικό τρόπο, για την περίπλοκη σχέση Ευρώπης και Αφρικής. Ο θεατής νομίζει ότι έχει επισκεφθεί μια χώρα η οποία έχει μείνει οριστικά πίσω στο χρόνο. Αυτή είναι η εικόνα που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και είναι μια λαβή για να θεμελιώσει την αφήγησή του ο σκηνοθέτης.
Στην επόμενη ταινία του «Περιμένοντας την ευτυχία» («Heremakono, en attendant le bonheur»), 2002, Γαλλία, Μαυριτανία. Έχουμε και εδώ την επιστροφή στην πατρίδα του κεντρικού πρωταγωνιστή, αφού, όμως, έχει περάσει καιρός. Είναι ξένος στο ίδιο του το σπίτι. Προσπαθεί να απορροφήσει όσα περισσότερα στοιχεία πριν να φύγει για την Ευρώπη. Έχουμε πάλι το «φάντασμα» της σχέσης και την αντίθεση Ευρώπης και Αφρικής που φαίνεται ότι βαραίνει πολύ τον ίδιο το σκηνοθέτη. Εδώ όμως η Αφρική αγωνίζεται να επικρατήσει, έναν αγώνα ο οποίος δεν έχει ελπίδα. Σε αυτή την ταινία ο Sissako κάνει αναφορά σε ένα από τα σημαντικά προβλήματα της Αφρικής. Η θεώρησή του είναι ότι οι άνθρωποι της Αφρικής σπάνια στέκονται απέναντι στην ίδια τους την εικόνα.
Με την τελευταία του ταινία, «Μπαμάκο» («Bamako»), 2006, Μαλί, ΗΠΑ, Γαλλία, πάμε σε ένα ιδιότυπο δικαστήριο. Στην αυλή ενός χωριού κατηγορούμενοι είναι η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Παράλληλα με τη δική, η ζωή στο χωριό συνεχίζεται κανονικά. Όπως είναι σαφές, πρόκειται για μια αλληγορία όπου σπάνε οι κανόνες της κλασικής αφήγησης, καταγγέλεται η διαιώνιση της υποταγής της Αφρικής στη Δύση, αντιπαρατίθενται οι ανθρώπινοι παράγοντες με τις πολιτικές κόντρες. Η ταινία είναι γυρισμένη στο σπίτι του νεκρού πατέρα του σκηνοθέτη, κάνοντας μια έμμεση αναφορά στην Αφρική. Η χιουμοριστική σκηνή, σε στιλ σπαγγέτι ουέστερν, όπου πρωταγωνιστούν ο παραγωγός της ταινίας, Ντάνι Γκλόβερ, και ο Παλαιστίνιος σκηνοθέτης, Ελία Σουλεϊμάν, έχει ακόμα μια συμβολική σημασία.
Γιάννης Φραγκούλης