47o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΣΒΑΝΚΜΑΓΙΕΡ
«Οι ανιμέισιον δημιουργοί έχουν την τάση να δημιουργούν έναν κλειστό κόσμο για τους εαυτούς τους, όπως όσοι εκτρέφουν περιστέρια ή κουνέλια. Ποτέ δεν αποκαλώ τον εαυτό μου σκηνοθέτη ανιμέσιον, διότι δεν ενδιαφέρομαι για τις τεχνικές του σχεδίου ή για τη δημιουργία της απόλυτης παραίσθησης, αλλά θέλω να εμφυσήσω ζωή στα καθημερινά αντικείμενα. Ο σουρεαλισμός υφίσταται μέσα στην πραγματικότητα, όχι παράλληλα με αυτήν.» Με αυτά τα λόγια ο Τσέχος Jan Svankmajer παρουσιάζει τη δουλειά του. Είναι ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς που τίμησε φέτος το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Η ζωή του
Γεννήθηκε το 1934 στην Πράγα. Σπούδασε στο Κολέγιο Εφαρμοσμένων Τεχνών της Πράγας και συνέχισε τις σπουδές του στο Academy of Performing Arts, με ειδίκευση στο κουκλοθέατρο, τη σκηνοθεσία και τη σκηνογραφία. Από το 1957 συνεργάζεται με τη θεατρική ομάδα D34 Theatre, κατόπιν με το Κρατικό Κουκλοθέατρο στο Λιμπερέκ και ξεκινά τη συνεργασία του με τον Εμίλ Ράντοκ, στην ταινία «Johannes doctor Faust». Το 1967 ιδρύει το Theatre of Masks, ένα παράρτημα του Θεάτρου Semafor της Πράγας. Μετά από διαφωνία με το Semafor, μαζί με την ομάδα του, πηγαίνει στη διάσημη θεατρική ομάδα της Πράγας, «Μαγική Λατέρνα», όπου και δουλεύουν σε διάφορες multimedia παραγωγές. Το 1964 εγκαταλείπει τη «Μαγική Λατέρνα» και σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία, «Το τελευταίο κόλπο των Κυρίων Σβάτζεβαλντ και Έντγκαρ», σε συνεργασία με τα μέλη του Μαύρου Θεάτρου και της γυναίκας του. Ακολουθούν άλλες δύο ταινίες («Γ. Σ. Μπαχ: Φαντασία σε σολ μινόρε» και «Παιχνίδι με πέτρες») προτού σκηνοθετήσει το «Φερετρόσπιτο», την πρώτη του ταινία, φόρο τιμής στο τσέχικο κουκλοθέατρο.
Η Άνοιξη της Πράγας και η σοβιετική εισβολή σημαίνουν την αποφασιστική μετάβαση του Svankmajer από την επιτήδευση στο σουρεαλισμό, με τέσσερις ταινίες, «Ο κήπος», «Το διαμέρισμα», «Πικ νικ με το Βάισμαν», «Μια ήσυχη εβδομάδα στο σπίτι». Ως φυσική συνέχεια, γίνεται το 1970 μέλος της Σουρεαλιστικής Ομάδας της Τσεχίας και γυρίζει το «Δον Ζουάν». Ένα χρόνο μετά κάνει την πρώτη του επαφή με τον κόσμο του Λούις Κάρολ, με την ταινία «Jabberwocky». Το «Ημερολόγιο του Λεονάρδο» (1972) γίνεται αφορμή για να του απαγορέψουν οι τσέχικες αρχές να γυρίσει ταινία για επτά ολόκληρα χρόνια. Τότε ξεκινά τη μεγάλη του σειρά από γκραβούρες και χαλκογραφίες, με τίτλο Natural Science Cabinets, και την Εγκυκλοπαίδειά του, τα οποία παρουσιάζουν ένα ιδιόμορφο εναλλακτικό σύμπαν. Έχει αναπτύξει, κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου, μια ιδιαίτερη «απτική τέχνη» και επιστρέφει στον κινηματογράφο υπό έναν όρο, να περιοριστεί στη μεταφορά λογοτεχνικών κλασικών κειμένων. Ξεκινά με το «Κάστρο του Οτράντο», του Όρας Γουόλπολ, και συνεχίζει, μέσα στη δεκαετία του 1980, με δύο διηγήματα του Έντγκαρ Άλαν Πόε, την «Πτώση του οίκου του Όσερ» και «Το πηγάδι, το εκκρεμές και η ελπίδα».
Η καταξίωση
Θα ξεκινήσει το 1985 την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, την «Αλίκη», βασισμένη στην «Αλίκη στη χώρα τω θαυμάτων», του Κάρολ, η οποία κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, το 1988. Την ίδια χρονιά γυρίζει και το πρώτο του βίντεο κλιπ για το τραγούδι «Another kind of love», του Hugh Cornwell. Ένα χρόνο μετά το MTV φιλοξενεί δύο μικρού μήκους ταινίες του, το «Flora» και το «Έρωτας κρεάτων», τη χρονιά που καταρρέει η τσέχικη κομουνιστική κυβέρνηση. Ο 1993 αρχίζει τα γυρίσματα της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του, το «Faust», το οποίο κάνει πρεμιέρα στις Κάννες το 1994. Δύο χρόνια μετά γυρίζει το «Συνωμότες της ηδονής», μια ακόμα μεγάλου μήκους ταινία στην οποία αναφέρει το Μαρκήσιο ντε Σαντ, το Λεοπόλντ φον Ζάχερ-Μάζοχ, το Μάξ Ερνστ, το Λουί Μπουνιουέλ, το Σίγκμουντ Φρόιντ και τον Τσέχο ψυχολόγο Μπόχουσλαβ Μπρουκ ως ειδικούς συμβούλους. Το 1997 δέχεται το βραβείο Persistence of Vision για το σύνολο της δουλειάς του, ενώ από τότε το έργο του για τον κινηματογράφο αποτελείται από δύο μόνο ταινίες, το «Μικρό Ότικ» (2000), μια σκοτεινή παραλλαγή του Πινόκιο, και την πιο πρόσφατη «Τρέλα» (2005), όπου συνδυάζει τα γραπτά του Έντγκαρ Άλαν Πόε και του Μαρκησίου ντε Σαντ. Ετοιμάζει τη επόμενη ταινία του με τίτλο «Surviving life (Theory and practice)». Παράλληλα με το κινηματογραφικό του έργο έχει εκδώσει βιβλία, ποιήματα και έχει εκθέσει τις ζωγραφιές, τα γλυπτά και τα σκίτσα του.
Πολύ συχνά τον έχουν χαρακτηρίσει ως αλχημιστή. Ο ίδιος αποδέχεται αυτό τον όρο, λέγοντας ότι στη δουλειά του, όπως οι παλιοί αλχημιστές, αποστάζει διαρκώς το νερό των εμπειριών του, από την παιδική του ηλικία, τις εμμονές, τις ευαισθησίες και τα άγχη του, ώστε να μπορέσει να αναβλύσει το «βαρύ νερό» της γνώσης, τα αναγκαίο νερό για τη μεταλλαγή της ζωής. Από τη Βελούδινη Επανάσταση (την ειρηνική απόσχιση της Τσεχίας από τη Σλοβακία), το 1989, και μετά όλη του η δουλειά του είναι πολιτική. Κοινός παράγοντας παραμένει στη δουλειά του η επαναστατική φύση του σουρεαλισμού, ο οποίος, σύμφωνα με το Svankmajer, θέλει να επαναφέρει τις μαγικές λειτουργίες της ζωής και των αντικειμένων.
Κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ εγκαινιάστηκε στο Γενί Τζαμί η έκθεση με τίτλο «Το μάτι της φαντασίας το χέρι της φαντασίας», ζωγραφική, αντικείμενα και σκηνές από ταινίες, έργα της Εύας Σβανκμαγιέροβα και του Jan Svankmajer. Η έκθεση με τα έργα του και της πρόσφατα χαμένης γυναίκας του, ποιήτριας, εικαστικής καλλιτέχνιδας και καλλιτεχνικής διευθύντριας των ταινιών του, θα διαρκέσει μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου και περιλαμβάνει ζωγραφικά έργα, γλυπτά, μαριονέτες και «απτική τέχνη» (tactile art) από ταινίες του.
Γιάννης Φραγκούλης